Τα τζάκια πνίγουν την Αθήνα στην αιθαλομίχλη!

Σε νέα σύσταση προς τους πολίτες για να μην καίνε τζάκια στις μεγάλες πόλεις απηύθυνε το υπουργείο Περιβάλλοντος μετά την υψηλή συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων που διαπιστώθηκε στην ατμόσφαιρα. 

Όπως αναφέρει το ΥΠΕΚ οι μετεωρολογικές συνθήκες ευνοούν τη συσσώρευση των σωματιδίων στην ατμόσφαιρα και με το να συμμορφώνονται στη σύσταση οι πολίτες συνεισφέρουν στην προστασία της υγείας όλων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία από το δίκτυο σταθμών παρακολούθησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σε πολλές περιοχές της Αττικής τα επίπεδα των αιωρούμενων σωματιδίων ξεπέρασαν το όριο των 100 μg/m3.

Τα τζάκια (που κάποτε αποτελούσαν τη μοναδική πηγή ζεστασιάς και μαγειρεύματος στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου) τα χρόνια προ οικονομικής κρίσης είχαν για τους Αθηναίους καθαρά  διακοσμητικό χαρακτήρα και αποτελούσαν είδος ευμάρειας και οπτικής ευχαρίστησης. Χτίζονταν δε σε κάθε “αξιοπρεπές” διαμέρισμα του Λεκανοπεδίου…

Η οικονομική κρίση βρήκε έτσι, την Αθήνα, “πλημμυρισμένη” στα τζάκια, σε τέτοιο βαθμό, που τις κρύες νύκτες οι αθηναϊκοί δρόμοι και -ιδιαίτερα- στα βόρεια προάστια, αλλά και στο κέντρο και τα νότια προάστια “μύριζαν” ελληνικό χωριό!

Σύµφωνα µε στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και µέχρι την εκδήλωση της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης, ανεγείρονταν στον Νοµό Αττικής περί τις 8.000 – 9.000 οικοδοµές ετησίως. Τα νεόκτιστα διαµερίσµατα σε ποσοστό τουλάχιστον 80% ήταν εξοπλισµένα µε τζάκι.

Το κακό ήλθε και συμπληρώθηκε με τις ξυλόσομπες που πολλές οικογένειες για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, αγόρασαν και εγκατέστησαν στα σπίτια τους.

Ωστόσο συνέπεσε η ακρίβεια του πετρελαίου με  τη μείωση του εισοδήματος στις περισσότερες οικογένειες,. Έτσι υποχρεώθηκαν πολλές πολυκατοικίες να “κλείσουν” ή να “υπολειτουργούν” τις κεντρικές θερμάνσεις, με αποτέλεσμα τα τζάκια να αποκτήσουν και πάλι λειτουργικό ρόλο και, κάποτε, μόνη πηγή παραγωγής θερμότητας σε πολλά σπίτια της πρωτεύουσας.

Παράλληλα, και οι τιμές των καυσόξυλων ακολούθησαν τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης, με αποτέλεσμα πολλοί (ίσως οι περισσότεροι)  νοικοκυραίοι να καίνε στα τζάκια ό,τι άχρηστο σε ξυλεία ή χαρτικά (ακόμη και …πλαστικά!) είχαν στα σπίτια τους, μέχρι και βερνικωμένα ξύλα, που είναι και η κύρια αιτία της επιβάρυνσης της ατμόσφαιρας με επικίνδυνους ρύπους. Ειδικά τα χρώματα και τα χημικά που καίγονται είναι θάνατος!

Παράλληλα, με την καύση των ξύλων συσσωρεύεται αιθάλη στα τοιχώματα της καμινάδας και κάποια στιγμή αναφλέγεται από την θερμοκρασία. Ανάλογα με το τι ξύλα καιίει κάποιος, πρέπει να φροντίζει να την καθαρίζει και πιο συχνά ή πιο αραιά.

Πάντως με κοινή ανακοίνωσή τους, το υπουργείο Υγείας και το ΥΠΕΚΑ. ζητά τον κατά το δυνατόν περιορισμό της άσκοπης χρήσης τζακιών. Ιδιαίτερα τις ημέρες όπου  σύμφωνα με τις προβλέψεις της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας,  ευνοείται η συσσώρευση ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Οι χριστουγεννιάτικες ημέρες (23-24 Δεκεμβρίου) αν και  είχαν ενταχθεί στις επικίνδυνες από την ΕΜΥ, εντούτοις δεν πτόησαν τους Αθηναίους που συνόδευσαν τις οικογενειακές συνάξεις με το τσιτσίρισμα των καμμένων ξύλων στα τζάκια…

Τον μεγάλο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία από την αιθαλομίχλη καταδεικνύει επιστημονική έρευνα που πραγματοποίησε επιστημονική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  και του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, όπως γράφει το in.gr.

Τα νέα δεδομένα, τα οποία δημοσιεύονται στο διεθνές επιστημονικό έντυπο «Environmental Research» (137, 2015, σελ. 147-156), καταρρίπτουν τον… αστικό μύθο που λέει ότι οι ρύποι των αυτοκινήτων είναι οι πιο επικίνδυνοι για την υγεία.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, εξαιτίας της εισπνοής πολυαρωματικών υδρογονανθράκων, οι οποίοι προσροφώνται  στα αιωρούμενα σωματίδια (βασικό συστατικό της αιθαλομίχλης), είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο κίνδυνο που προέρχεται από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Μεγαλύτερο κίνδυνο, σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο της έρευνας, αναπληρωτή καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής κ. Δημοσθένη Σαρηγιάννη, διατρέχουν ιδιαίτερα τα παιδιά έως 2 ετών, τα οποία εκτίθενται σε αυτά τα σωματίδια, 5 με 7 φορές περισσότερο από τους ενηλίκους .