Προβλήματα στις σχέσεις των νέων Ελλήνων μεταναστών με τους παλιούς, στην Αυστραλία

Πασίγνωστη ως η πόλη με τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό εκτός Ελλάδας, η Μελβούρνη έχει δει τα τελευταία χρόνια τις τάξεις των Ελλήνων να αυξάνονται, με την άφιξη χιλιάδων μεταναστών που εμπλουτίζουν με την παρουσία τους την παροικία. Παρ’ ότι η έλευση των νεοφερμένων έχει καταφέρει να αναζωπυρώσει το αίσθημα προσφοράς που ήταν πάντα ζωντανό ανάμεσα στα μέλη της παροικίας, η σχέση ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν είναι πάντα ανέφελη.

Πολλοί είναι οι μετανάστες που αναφέρουν ότι δεν έχουν συναντήσει το υποστηρικτικό περιβάλλον που ήλπιζαν και δηλώνουν απογοητευμένοι από την παροικία. Από την άλλη, υπάρχει και μία διάχυτη καχυποψία από την μεριά των Ελληνοαυστραλών για εκείνους που έρχονται για να ξεφύγουν από την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία, με την αντίληψη για τεμπέληδες, φοροφυγάδες που επιδιώκουν τον εύκολο πλουτισμό να είναι ιδιαίτερα έντονη. Στα καφενεία στο Oakleigh, στις σελίδες στο facebook, στα γραφεία και τους οργανισμούς της παροικίας, η συζήτηση είναι έντονη και η σύγκρουση φαίνεται να είναι έτοιμη να ξεσπάσει με την παραμικρή αφορμή. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Ο «Νέος Κόσμος» μίλησε με μερικούς ανθρώπους, νεοφερμένους και μη, οι οποίοι κάνουν μία ψύχραιμη αποτίμηση της σχέσης των Ελληνοαυστραλών με τους καινούριους μετανάστες, μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες.

"Κάποιοι έρχονται και θέλουν να γίνουν όλα εύκολα" δηλώνει ο κ. Ηλίας Ηλιάδης

“Κάποιοι έρχονται και θέλουν να γίνουν όλα εύκολα” δηλώνει ο κ. Ηλίας Ηλιάδης

«Υπάρχει σίγουρα ένα ποσοστό Ελληνοαυστραλών που κοιτάει περίεργα τους νεοφερμένους, αλλά αυτό είναι λογικό» λέει ο κ. Δημήτρης Πρέκας, ο οποίος βρίσκεται στην Αυστραλία εδώ και έναν χρόνο. «Κι εμείς, όταν ήμασταν στην Ελλάδα την εποχή που ξεκίνησαν να έρχονται μετανάστες από τα Βαλκάνια, δεν τους κοιτάγαμε περίεργα;». Ο ίδιος δεν έχει παράπονα από την παροικία, δηλώνοντας ότι δεν συνάντησε καχυποψία ούτε προβλήματα προσαρμογής: «Είχα ξαναδουλέψει στο εξωτερικό, δεν ήρθα ουρανοκατέβατος» τονίζει. Αν και είναι πτυχιούχος Πολυτεχνείου, εργάζεται σε εταιρεία καθαρισμού. «Είναι δύσκολο να βρω δουλειά στο αντικείμενό μου, γιατί ζητούν τοπική εμπειρία και ο τρόπος που δουλεύουμε στην Ελλάδα είναι πολύ διαφορετικός» εξηγεί. «Η Αυστραλία, όμως, είναι μια χώρα που σου δίνει ευκαιρίες να κάνεις πολλά πράγματα». Λόγω της δουλειάς του, ο κ. Πρέκας συναναστρέφεται περισσότερο με Αυστραλούς και λιγότερο με την παροικία, αλλά δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι ο πρώτος που τον βοήθησε εδώ ήταν Ελληνοαυστραλός: «Πρόκειται για έναν πολύ καλό κύριο, που δεν τον ήξερα προηγουμένως. Έχει 55 χρόνια στην Αυστραλία και δεν ξέχασε ποτέ πώς ήρθε και πώς ήταν ο πρώτος του καιρός εδώ».

Εκεί εδράζει ένα μέρος των προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν στις σχέσεις των συμπάροικων με τους νεοφερμένους: στο ότι το πέρασμα των χρόνων έχει δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στις δύο κατηγορίες Ελλήνων. «Ειδικά τα πρώτα χρόνια, ήταν σαν να προσπαθούσαν οι παλιοί να βγάλουν τα απωθημένα τους πάνω στους καινούριους, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ίδιοι όταν ήρθαν» τονίζει ο κ. Χ.Λ. (τα στοιχεία του υπάρχουν στη διάθεση της εφημερίδας), ο οποίος ήρθε στην Αυστραλία το 1965 και τα τελευταία χρόνια μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας .

ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

«Τώρα έχει ατονήσει αυτό» εξηγεί. Η βάση αυτής της στάσης οφείλεται εν μέρει στον ρατσισμό που αντιμετώπισε η πρώτη γενιά, κάτι που άφησε τραύματα: «Δεν μάς θέλανε οι Αγγλοσάξονες, μάς φωνάζανε wogs, τρώγαμε ξύλο στο σχολείο» λέει. Ένας άλλος παράγοντας είναι το ότι πολλοί από τους συμπάροικους, άφησαν πίσω τους περιουσίες, τις οποίες διαχειρίζονταν συγγενείς ή γείτονες με πληρεξούσιο και υπήρχαν πολλά περιστατικά καταπατήσεων και εκμετάλλευσης, με αποτέλεσμα πολλοί να νομίζουν ότι οι Έλληνες είναι συλλήβδην κλέφτες. Αλλά η βασική παρεξήγηση οφείλεται στη διαφορά τρόπου ζωής: «Αυτοί που ήρθαν το ‘50 και το ‘60 δεν ήταν από την Αθήνα, ούτε είχαν παιδεία. Ήταν αγρότες, έφυγαν από τα χωριά τους και ήρθαν εδώ κι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά, στα εργοστάσια. Δούλεψαν σκληρά, έβγαλαν χρήματα, απέκτησαν σπίτια και κάποια στιγμή, μετά από 20 και 30 χρόνια ξαναπήγαν στην Ελλάδα και διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν εκεί» τονίζει ο κ. Χ.Λ.

«Επιπλέον, επειδή οι περισσότεροι επισκέπτονται την Ελλάδα για διακοπές, το καλοκαίρι, αποκομίζουν την εντύπωση ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, δεν δουλεύουν, δεν πληρώνουν φόρους, είναι συνέχεια στις καφετέριες και γυρίζουν και κατηγορούν την Ελλάδα. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι περισσότεροι Έλληνες παλεύουν για τις δουλειές τους και δεν ευθύνονται για την χρεοκοπία και για τον τρόπο που λειτουργεί το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα». Ο ίδιος περιγράφει πολλά περιστατικά ανθρώπων που έχουν μεν πρόθεση να βοηθήσουν, αλλά έρχονται αντιμέτωποι με πρακτικά εμπόδια.

«Όταν έρχεται κάποιος σε μία καινούρια χώρα που δεν έχει ζήσει ποτέ, θέλει κάποιο χρόνο το κεφάλι του να καταλάβει πώς λειτουργούν τα πράγματα. Όλα τούς φαίνονται διαφορετικά. Πολλές φορές, οι προθέσεις είναι καλές από τις δύο πλευρές, όταν όμως κάποιος δυσκολεύεται να βρει δουλειά, απελπίζεται και δίνει την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρεται, ότι εγκαταλείπει. Εκεί συχνά εξαντλείται η υπομονή των Ελληνοαυστραλών και υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που διώχνουν τους συγγενείς τους από το σπίτι». Σημειώνονται επίσης περιστατικά εκμετάλλευσης από εργοδότες, οι οποίοι πληρώνουν τους νεοφερμένους λιγότερα από τον μισθό που θα όφειλαν. «Αλλά έχω συναντήσει και τα ακριβώς αντίθετα περιστατικά: Έλληνες επιχειρηματίες που θέλουν να βοηθήσουν και ανθρώπους που καταφέρνουν να βρουν δουλειά και να στήσουν την ζωή τους, παρά το ότι βρίσκονται μακριά από την Ελλάδα. Αν βγάλεις από το μυαλό σου αυτό, αν σκέφτεσαι ότι είσαι σε κάποιο σημείο στην Γη και προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο, δεν έχεις προβλήματα. Αν ήρθες με μισή καρδιά, δεν θα αντέξεις και θα φύγεις. Το βασικό πρόβλημα είναι με τους ανθρώπους που δεν ήξεραν την γλώσσα και βασίστηκαν στην παροικία. Εκεί υπάρχει συχνά σύγκρουση».

πηγή:neoskosmos.gr