Μια περιγραφή γκρεμίσματος εκκλησίας, στα χρόνια του Ενβέρ Χότζα

Όπως γνωρίζουμε, με πρωτοβουλία του δήμαρχου Χειμάρρας Gjergji Goro, συνεργεία του Δήμου γκρέμισαν την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στο χωριό Δρυμάδες, παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και τα διαβήματα του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό αποτελεί συνέχεια της τακτικής του κομμουνιστή δικτάτορα Εμβέρ Χότζα, που δεν ήθελε χώρους λατρείας οποιασδήποτε θρησκείας στην επικράτειά του.

Στο αριστουργηματικό αυτοβιογραφικό βιβλίο του Βαγγέλη Παπαχρήστου «ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ» υπάρχει μία περιγραφή γκρεμίσματος της εκκλησίας στο χωριό ‘’Παπαράχη’’, (σελ. 233 -237 ). Το γκρέμισμα της εκκλησίας παρουσιάζεται σαν μια ανάμνηση του Κλεάνθη, Γραμματέα του Κόμματος του χωριού, περίπου πέντε χρόνια αργότερα, όταν πήγε να επισκεφθεί τον φούρνο, ο οποίος είχε αναγερθεί στο προαύλιο της εκκλησίας, μετά την ισοπέδωσή της από τους κομμουνιστές και την νεολαία του χωριού.

Ο ‘’Αρχηγός’’ είχε αποκαλέσει την χώρα άθεη και τους κατοίκους της πιστούς στο Κόμμα και στον Μαρξισμό –Λενινισμό και αποφάσισε την κατάρρευση των εκκλησιών, μοναστηριών και άλλων θρησκευτικών ιδρυμάτων, όσα είχαν σχέση με τον Θεό. Και κάλεσε την Νεολαία να εφαρμόσει πρώτη την παραγγελία του, ως δήθεν δική της ιδέα. Και έτσι άρχισε η μεγάλη εξόρμηση σε όλη την χώρα. Δεκάδες εκκλησίες και μοναστήρια ισοπεδώθηκαν, Η μεγαλύτερη μοίρα έπεσε στις εκκλησίες. Ανεξαρτήτως που ήταν παμπάλαιες, από αρχαιοτάτων χρόνων, και ας είχαν πάνω τους ανεκτίμητες αγιογραφίες βυζαντινής τέχνης. Μερικά χωριά τις μετέτρεψαν σε αποθήκες για τα σιτηρά, άλλα σε στάβλους γι α τα γελάδια και τα γουρούνια του συνεταιρισμού. Κάμποσα τις ξήλωσαν από τα θεμέλια.

——

Στην ‘’Παπαράχη’’ ένας αξιωματούχος του Κόμματος του χωριού, ονόματι Ντίνος, τέθηκε επικεφαλής της ομάδας, που αποτελείτο από κομμουνιστές και νέους άνδρες και ήταν επιφορτισμένοι με το γκρέμισμα της εκκλησίας του χωριού.

-«Εμπρός» τους είπε ο Ντίνος, που ηγούνταν της ομάδας. «Να μην μείνει ούτε πέτρα από το κτίριο της εκκλησίας. Η θρησκεία είναι το όπιο για τον λαό, λέει ο αρχηγός μας» και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Τι κάθεστε και με κοιτάτε;; Εμπρός, δουλειά !!!»

– «Που να αρχίσουμε, μπάρμπα – Ντίνο;;»

-«Μερικοί με κασμάδες και άλλοι με λοστούς, αρχίστε όπου σας βολεύει. Εσύ, Περικλή και εσύ, Βασίλη, ανεβείτε στην σκεπή»

…. Κατεδάφισαν τους τοίχους, τους γεμάτους από αγίους και μάρτυρες, το σκαλιστό εικονοστάσι της Ωραίας Πύλης, όπου άριστοι ξυλογλύπτες είχαν αποτυπώσει όλη τους την τέχνη και την φαντασία. Την εκκλησία εκείνη που γέμιζε με κόσμο στα πανηγύρια, που ήταν η ψυχή του χωριού. Σε μια ώρα, στο χαγιάτι της είχε συγκεντρωθεί ένας μεγάλος σωρός με εκκλησιαστικά σκεύη: το κομματιασμένο εικονοστάσι, πολυέλαιοι, εικόνες με τους προφήτες και τους αποστόλους με την μακριά γενειάδα τους και τα κεντητά ρούχα τους επάνω στο σώμα τους, ευαγγέλια. Όλα πανάρχαια, με μεγάλη αξια…. όλα σωριασμένα και σπασμένα….

——

΄Εμαθαν το περιστατικό οι γέροντες στο χωριό και σταυροκοπιούνταν. «Καραμένοι να είναι», φώναζαν και τα μάτια τους δάκρυζαν. ‘Εμαθε το γεγονός και ο παπά – Μιχάλης.

Ήταν άρρωστος και ήταν μερικούς μήνες που ήταν στο κρεβάτι. «Πως είναι δυνατόν», είπε με τον εαυτό του. «Πως είναι δυνατόν να βάλουν χέρι στις εκκλησίες;; Αυτές είναι ο θρόνος του Θεού, εδώ στην γη. Τι έχουν με τα μέρη αυτά:: Τι τους εμποδίζουν οι εκκλησίες και οι ναοί ;;». Σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και προσευχήθηκε. Φώναξε την παπαδιά.

– «Τι γίνεται βρε παπαδιά; Τι ακούν τα αυτιά μου; γκρεμίζουν την εκκλησιά;;»

Η παπαδιά που γνώριζε το γεγονός, δεν τολμούσε να το εκμυστηρευτεί.

– «Δεν ξέρω, παπά μου, εγώ δεν βγήκα καθόλου από το σπίτι».

——–

Ο παπάς, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος, αποφάσισε να πάει ο ίδιος στην εκκλησία για να δει τι συμβαίνει και τον ακολούθησε και η παπαδιά.

Σαν έφθασε στην εκκλησία και είδε τα ανεκτίμητα εκκλησιαστικά σκεύη σκορπισμένα και σπασμένα. Σαν είδε τους ανθρώπους με κασμάδες και λοστούς να καταστρέφουν την εκκλησία, σαν οι ύαινες την λεία τους , του κόπηκαν τα γόνατα. Ήταν έτοιμος να σωριαστεί, αν δεν προλάβαινε η παπαδιά, που ήταν κοντά του. Πήρε βαθειά ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος και σαν πάνθηρας που ρίχνεται πάνω στο κυνηγημένο ελάφι , όρμησε προς τους συγχωριανούς του που εκτελούσαν το έργο του διαβόλου.

«Άθεοι…! Αντίχριστοι…. Καταραμενοι! … Τι έχετε με την εκκλησία;; Γιατί την γκρεμιζετε;; Τι σας έκανε αυτή ;;; Καταρεμενοι να’στε !!!

———

Ακολούθησε φιλονικία του παπά με τον Ντίνο, ο οποίος τον περιγελούσε και τον ειρωνευόταν.

Μερικοί νέοι, μπροστά σε αυτές τις καταστάσεις είχαν αφήσει την δουλειά και παρακολουθούσαν σκεπτικοί.

– «Εμπρός εσείς, βλέπω σας παρέσυρε ο παπάς. Μη φοβάστε, αύριο δεν θα είναι παπάς.

Θα τον ξυρίσουμε εμείς, αν δεν ξυριστεί μόνος του», τους φώναξε άγρια ο Ντίνος.

– «Τι τα’βαλες και εσύ τώρα με τον παπά;», του είπε κάποιος από την παρέα.

– «Μα δεν γλέπεις τι μας λέει;;»

– «Ας τον να λέει, γέρος άνθρωπος είναι !!! Μια ζωή εργάστηκε για την εκκλησία αυτή»

– «Τήρα πού’σαι !!! Σε έπιασε και σένα το φιλότιμο;; Έλα ρίξε κάτω καμιά πέτρα, αυτό να

κάνεις».

Ο παπά –Μιχάλης, δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο. ΄Επεσε κάτω αναίσθητος. Είχε λιποθυμήσει

——–

Ο Ντίνος εξακολουθεί απτόητος να ειρωνεύεται τον παπά, αδιαφορώντας για την κατάστασή του.

Μερικοί άνδρες τον μετέφεραν σπίτι του. Ύστερα από μερικούς μήνες, χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς να φάει και να πιεί, από το μεράκι του, ο παπά – Μιχάλης ξεψύχησε.

Τον εντιαφίασαν χωρίς ιερέα, χωρίς ιερατικές τελετές, σαν ένα συνηθισμένο άνθρωπο. Κάποιος την νύχτα, κρυφά, έβαλε πάνω στον τάφο του έναν ξύλινο σταυρό. Αυτή ήταν η τελευταία χάρη που έκαναν στον παπά – Μιχάλη.

Ο Κλεάνθης, όσες φορές έμπαινε στον φούρνο, θυμόταν τον περιστατικό με τον παπά –

Μιχάλη. ΄Ηταν ένα γεγονός τραγικό που μαθεύτηκε γρήγορα σε όλη την περιοχή

———–

Ακολούθησε διάλογος με τον Κλεάνθη και τον φούρναρη. Ο μεν φούρναρης ζητούσε από τον Κλεάνθη να φροντίσει να του βρει ξύλα για τον φύυρνο του, ο δε Κλεάνθης του μετέφερε να παράπονα των συνεταιριστών για το ψωμί του.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ : Παραπονούνται για το ψωμί οι συνεταιριστές. Μία είναι πολύ καμένο, μία άψητο.

ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ : Αν έχουν παράπονο από την δική μας μπομπότα, να τους κάψει ο Θεός!!

ΚΛΕΑΝΘΗΣ. Μη μιλάς για Θεό, Λάμπρο. Εσύ δεν έψηνες το ψωμί ένα μήνα με τις εικόνες της εκκλησίας, όταν την ισοπεδώσαμε. ΄Η, με τις εικόνες, το ψωμί γινόταν πιο νόστιμο ;;

ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ: Αφού μου τις έφερναν, σύντροφε γραμματέα, τι να τις έκανα, να τις πέταγα;;

 Ἐπιμέλεια Κειμένου : ΘΩΜΑΪΣ ΠΑΡΙΑΝΟΥ