ΑΝΑΛΥΣΗ: Το αυτονόητο, ποτέ δεν ήταν το «φόρτε» μας…

 ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

«Θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στα επόμενα στάδια του προγράμματος του ESM και θα καλέσουμε τις ελληνικές αρχές να επιταχύνουν τη δουλειά με τους Θεσμούς σχετικά με το δεύτερο και τελευταίο σετ από προαπαιτούμενα στο πλαίσιο της πρώτης δόσης και για τα μέτρα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Το δεύτερο πακέτο προαπαιτούμενων πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου». (Eurpogroup, δηλώσεις Γερούν Ντάισελμπλουμ). 

Για την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που μόλις βγήκε από την πολιτικά αιματηρή διαδικασία έγκρισης του πρώτου πακέτου προαπαιτούμενων, που τις κόστισε δύο ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών και μία παραίτηση, καταλείποντάς την με την ισχνή πλειοψηφία των 153 βουλευτών, η έγκριση του δεύτερου πακέτου είναι ένα στοίχημα, όχι μόνον για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για την πολιτική της αντοχή και επιβίωση απέναντι στους κραδασμούς που αναπόφευκτα θα προκαλέσει.

Αναπόφευκτα, διότι ανάμεσα στα δεύτερα προαπαιτούμενα  συγκαταλέγονται ζητήματα-“φωτιά”, όπως ασφαλιστικό, γεωργικό και  ιδιωτικοποιήσεις. Το καθένα από αυτά τα θέματα είναι και μία ατομική βόμβα για την πολυπαθούσα τα τελευταία πέντε χρόνια,  ελληνική κοινωνία.

Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας «έσπευσε» στον πρόεδρο της Δημοκρατίας να ζητήσει τη μεσολάβησή του προς την αντιπολίτευση, προκειμένου να επιτευχθεί ένα κλίμα συναίνεσης και στήριξης των προσπαθειών του να ανταποκριθεί στις επαχθείς επιταγές του τρίτου –δικού του- Μνημονίου.

Ούτε περίεργο, ούτε κακό. Το αντίθετο.

Δυστυχώς, όμως, το γενικότερο πολιτικό κλίμα και η φύση των κινήτρων που ενέπνευσαν το αίτημα Τσίπρα, δεν προδιαθέτει θετικά για την εξέλιξή του και την ευόδωση της αναληφθείσης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας  προσπάθειας για ευρύτερη εθνική συνεννόηση. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στην αρνητική συγκυρία που επικρατεί στην Νέα Δημοκρατία.

Κυρίως, είναι η πεποίθηση πως αντικειμενικά 153 ψήφοι δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν το ωστικό κύμα των κοινωνικών εκρήξεων που θα σημειωθούν καθώς θα αποκαλύπτονται οι επιπτώσεις των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στους προαναφερθέντες  ευαίσθητους τομείς. Περαιτέρω μειώσεις (άμεσες ή έμμεσες) συντάξεων, αύξηση (μικρή ή μεγάλη) φορολογίας αγροτών, πώληση δημόσιας περιουσίας κ.α.

Ήδη η Περιφερειάρχης Αττικής κα Δούρου, γνωστό και μαχητικό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, έχει προβάλει ενστάσεις για το Ελληνικό. Οι αγρότες έχουν ανάψει τις μηχανές των τρακτέρς  και τα πρόσφατα επεισόδια του Συντάγματος μοιάζουμε με πρελούδιο των όσων θα ακολουθήσουν.

Μπροστά σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο η Κυβέρνηση ζητά σήμερα, αυτό που μέχρι χθες ξόρκιζε: Εθνική συνεννόηση!

Πως την θέλει, όμως; Όχι εθνική συνεννόηση σε επίπεδο μιας κυβερνητικής σύμπραξης με τις δυνάμεις εκείνες που θα θελήσουν να στηρίξουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις, αλλά σε επίπεδο  παροχής …ψήφου προς την Κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ώστε να επιτύχει με το αζημίωτο το διττό στόχο της:  Ψήφιση από τη Βουλή του δεύτερου πακέτου προαπαιτούμενων  με παράλληλη  μακροημέρευσή της…

Δυστυχώς, το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται κάθε φορά που μία ελληνική κυβέρνηση περιέρχεται σε δυσχερή θέση. Θυμάται, τότε την ανάγκη για εθνική συνεννόηση, την οποία, μάλιστα, συνδυάζει συνήθως με εκβιαστικά διλήμματα!

Είναι ακριβώς, όμως, η μη δυνάμενη να κρυφτεί πολιτική υστεροβουλία που στερεί πάντοτε τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης στην Ελλάδα μιας κουλτούρας εθνικής συνεννόησης πάνω σε θέματα που εξ αντικειμένου εντούτοις την επιβάλουν! Αυτός είναι ο βασικός λόγος πολλών δεινών που ως έθνος υφιστάμεθα. Η διχόνοια, το δένδρο της οποίας τροφοδοτείται όχι μόνον από τον εγωισμό και την αλαζονεία του εκάστοτε ισχυρού, αλλά και από την αδυναμία του, όταν προσπαθεί να την ξεπεράσει δια της τεθλασμένης!

Πολύ φοβούμαστε ότι και τη φορά αυτή η σχετική προσπάθεια θα αποτύχει. Δυστυχώς. Και επιζημίως για τη χώρα.

Διότι το να αποζητά την ύστατη στιγμή ο απόστολος της αντιμνημονιακής πολιτικής τη στήριξη της αντιπολίτευσης για την άσκηση μνημονιακής πολιτικής, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, δεν είναι το πειστικότερο διαπιστευτήριο συνεννόησης. Η οποία, εντούτοις, είναι πράγματι αναγκαία.

Ώστε, μάλλον θα πρέπει την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη η Κυβέρνηση να δει επιτέλους αυτό που μέχρι σήμερα αρνείται με επιμονή να αντιληφθεί: ότι, δηλαδή, όλες οι χώρες που αντιμετώπισαν κρίση, διασώθηκαν με κυβερνήσεις συνεργασίας των πολιτικών δυνάμεων, όπως κανείς και εάν θέλει να τις ονομάσει. Ενικής ενότητας, εθνικής σωτηρίας, οικουμενικές ή απλώς αυτονόητες!

Αλλά αυτό το τελευταίο, το αυτονόητο, ποτέ δεν ήταν, δυστυχώς, το «φόρτε» μας…