Σαν τη Μπαλάντα του πάντοτε προδομένου λαού

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Οι έμποροι της ελπίδας

Δεν βγαίνουνε στην ανεργία

μήτε κατέχουν από  αργία.

Στις ρούγες τριγυρνούν και διαλαλούνε

Το εμπόρευμά τους κι ούτε νοίκια ΦΠΑ

Φώτα νερό και τα λοιπά,

Ή άλλα παρόμοια βάσανα λαλούνε!

Τους χρωστούν και δεν χρωστούνε!

Αέρα πάντα μοσχοπουλούνε

Και των λαών τις σάρκες τρώνε!

Των άγνωμων τη συγκατάβαση γυρεύουν

Και των εύπιστων αποζητούν τη συνεργία

Γεννούν την Αδικία!

Τον πόνο και το δάκρυ

Κι ούτε στην άκρη

του γκρεμού, σταματημό δεν έχουν

και τρέχουν

κυνηγημένοι από τις ερινύες του χθες

φαντάσματα του αύριο μαθές

και αύριο δεν έχουν.

Δεν το αντέχουν,

Και ‘μεις αντίκρυ τους προσμένουμε,

Και περιμένουμε

Ό,τι απόμεινε απ΄ τ’  όνειρο να κλάψουμε’

Να θάψουμε

Ελπίδες, προσδοκίες και ταξίματα,

Θελήματα

Μιάς άλλης εποχής, μιας άλλης δίκης

Χασοδίκης

Κι είπε πως ήτανε αφέντης

Τρανότερος απ΄ όλους τους τρανούς

Τους πετεινούς

Π΄ αρνήθηκαν τον Πέτρο τρεις

Δείλιασαν.

Κι ήρθε το βράδυ με σκοτάδια

Κι η ψυχή μας άδεια

Πάλι ν΄ ακούσει λόγια ελπίδας λαχταράει,

Κι ας είναι ψεύτικα, και ξεχασμένα,

Δοσμένα

Σ΄άλλες εποχές σε άλλους τόπους

Μ’ ανθρώπους

από χρόνια δοξασμένα.

Λησμονημένα.

Είναι η μοίρα τους

Προδιαγεγραμμένη.

τελειωμένοι!

πώς να σωθείς απ τις ψυχής το πέσιμο

που δεν γνωρίζει βάθος

γίνεται πάθος

και φιλί στα χείλη

παγωμένο…

Αέναη η αλλαγή γίνεται σήμα

Γίνεται αύρα

μαζί και κατευόδιο

Μόνο εφόδιο!

Κι ύστερα, κρίμα…

Και πάλι απ’  την αρχή γυρνά η ρόδα

Στου χρόνου το ατέλειωτο το διάβα…