Ανατροπές στα εργασιακά στο στόχαστρο απεργίες, διαιτησία, κλαδικές συμβάσεις

Μέσα σε μόλις 3 μικρές παραγράφους του Επικαιροποιημένου Μνημονίου περιγράφονται οι ανατροπές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, επιβεβαιώνοντας όσους υποστήριζαν εξ αρχής ότι ο νέος απεργιακός νόμος δεν είναι ο μοναδικός και ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος της υπουργού Εργασίας.

Οι διατάξεις που απαιτούν την απόλυτη πλειοψηφία των μελών, προκειμένου τα πρωτοβάθμια σωματεία να αποφασίζουν απεργία, συμφωνήθηκαν με τους δανειστές μέσα σε μόλις 5 λεπτά, όπως σημείωσε με έκπληξη υψηλόβαθμος κοινοτικός αξιωματούχος, ο οποίος εκμυστηρεύθηκε ότι οι Θεσμοί φοβούνταν μαραθώνιες διαβουλεύσεις με την ελληνική πλευρά γι’ αυτό το ζήτημα. Παρά ταύτα, οι διατάξεις αποσύρθηκαν κακήν κακώς από τη Βουλή, με φόντο τις έντονες αντιδράσεις των συνδικάτων και τις εσωκομματικές γκρίνιες, που έδειξαν ότι η κυβέρνηση μάλλον υποτίμησε το θέμα. Με δεδομένο ότι η σχετική διάταξη αποτελεί ένα από τα 70 προαπαιτούμενα για να κλείσει η αξιολόγηση, θα επανέλθει- άγνωστο με ποια επαναδιατύπωση- λίαν συντόμως προς ψήφιση. Αυτή θα είναι, όμως, μόνο η αρχή.

Το καλοκαίρι του 2014 το ΣτΕ έλαβε μια ιστορική- όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς- απόφαση, με την οποία χαρακτήρισε αντισυνταγματική την απαγόρευση της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία. Η απόφαση προκάλεσε αμηχανία στην ελληνική πλευρά και δυσφορία στο στρατόπεδο των δανειστών, οι οποίοι από τότε προσπαθούν να παρακάμψουν την επίμαχη Απόφαση. Το νέο Μνημόνιο προβλέπει ότι τον Ιανουάριο η κυβέρνηση θα πρέπει να παραδώσει μια ανεξάρτητη (;) νομική άποψη για το ρόλο της Διαιτησίας- Διαμεσολάβησης, ενώ ως βασικό παραδοτέο του Μαρτίου, η κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει- υποτίθεται σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους- το ισχύον πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψιν αυτήν την ανεξάρτητη (;) νομική άποψη, καθώς και την απόφαση του ΣτΕ!

Επί της ουσίας, η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τους Θεσμούς να αναζητήσει μια νομική φόρμουλα, προκειμένου να γίνει by pass στην απόφαση του ΣτΕ, καθώς οι δανειστές θεωρούν ότι όσο μπορούν τα σωματεία να προσφεύγουν μονομερώς στη Διαιτησία και να «κερδίζουν» κλαδικές συμβάσεις, δεν μπορεί να γίνει πράξη η πλήρης ευελιξία στην αγορά εργασίας, ούτε βέβαια να κατισχύσουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις έναντι των κλαδικών συμβάσεων.

Το τρίτο χτύπημα στοχεύει, άλλωστε, ακριβώς εκεί: στις κλαδικές συμβάσεις. Επί της ουσίας, οι δανειστές μέσω του Επικαιροποιημένου Μνημονίου δένουν χειροπόδαρα την κυβέρνηση και κόβουν με το μαχαίρι κάθε σκέψη περί επαναφοράς του προηγούμενου καθεστώτος των κλαδικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, εν όψει λήξης του Προγράμματος και της ισχύος των επίμαχων διατάξεων. Το ΔΝΤ έκανε νωρίς- νωρίς σαφή τη θέση του, χαρακτηρίζοντας «ολέθριο σφάλμα» την αναβίωση του πρότερου πλαισίου, ενώ οι Ευρωπαίοι χειρίστηκαν το θέμα… υπογείως. Σε μια από τις τελευταίες, δημόσιες εμφανίσεις του στο Ευρωκοινοβούλιο, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ έδωσε το στίγμα των προθέσεων τους.

Τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση έξι ολόκληρους μήνες πριν από τη λήξη του Προγράμματος και μάλιστα ως βασικό παραδοτέο; Να στήσει ένα μηχανισμό, που θα ανιχνεύει (;) την αντιπροσωπευτικότητα των κλαδικών συμβάσεων, χωρίς να καθίσταται σαφές αν αυτή η «αντιπροσωπευτικότητα» θα προκύπτει από τον αριθμό των εργαζομένων ή των επιχειρήσεων που υπογράφουν την κλαδική σύμβαση. Πού στοχεύουν οι δανειστές; Να καταστήσουν «κενό» γράμμα την ενεργοποίηση των κλαδικών συμβάσεων μετά από τη λήξη του Προγράμματος, καθώς αν δεν ισχύει η βασική αρχή της επεκτασιμότητας (κάλυψη όλων των επιχειρήσεων του κλάδου που αφορά η σύμβαση), τότε όλα είναι «αέρας».