ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Ο Παλιατζής της γειτονιάς…

ΓΡΑΦΕΙ: Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑΣ

«Ο παλιατζής, περνάει ο παλιατζής της γειτονιάς σας… Καθαρίζω ταράτσες, αδειάζω υπόγεια, αποθήκες, ….ο παλιατζής!..».  Κυριακή πρωί. Στριφογυρνώ στο κρεβάτι…  Που να μου κολλήσει πια ύπνος…

«Πάρ΄το τσουβάλι κι ΄έλα μέσα παλιατζή,

Έχω ενθύμια πολλά να το γεμίσεις…»

Άσμα ασμάτων! Να τ΄ακούς στη διαπασών  απ΄ τη φωνή του Στράτου και το κασετόφωνο τ΄αυτοκινήτου του παλιατζή! Στην σκεπαστή καρότσα, που μοιάζει με πρόχειρα στημένη κρεβατοκάμαρα,  τα δύο μικρά τρίβουν νυσταγμένα  ακόμη τα ματιάκια τους. Στο τιμόνι ο πατέρας- όλα τα μαζεύω, όλα τα καθαρίζω.  Και δίπλα του αραχτή η συμβία με το μαλί μοβέ, αχτένιστο και το τσιγάρο στο στόμα…

«Παίρνω παλιές μπανιάρες, παλιές καρέκλες, παλιούς θερμοσίφουνες…» όλα τα παίρνει ο παλιατζής. Μέχρι και σήματα κομμάτων παρωχημένων, μέχρι και ήλιους ξεχασμένους σε ανήλιαγες γωνιές του παταριού…  Άλλα χρόνια, άλλα λάβαρα… Ακόμη και ξεχασμένα ημίψηλα καπέλα, φράγκα που τα έχει φάει η σκόνη…  Άλλες εποχές, άλλα ήθη, άλλα έθιμα…

«Μαζεύω παλιούς τενεκέδες, καθαρίζω αυλές, φωνάξτε τον παλιατζή σας…». Αντιβουϊζει η Φρεαττύδα.  Σε κάθε ανάπαυλα μπαίνει μπροστά μόνο του το μαγνητόφωνο: «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή, από μια αγάπη που δεν ζει…» Το πανό που είχαμε στήσει κάποτε φωνάζοντας:  «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Ξεμείναμε και από νόμους και από εργάτες! Πήγαν μετανάστες στην Γερμανία!  Τότε που κεραυνοβολούσαμε τους Αμερικανούς «go home”, έτσι τους φωνάζαμε  ή έτσι νομίζαμε ότι τους λένε! Σήμερα τους λένε “πολύτιμους συμμάχους”!

Το «Ντάτσουν» αγκομαχώντας,  πήρε την ανηφόρα προς τον προφήτη Ηλεία. «Έλα καλέ γειτόνισσα, φώναξε τον παλιατζή να καθαρίσει…». Αλήθεια, πόσο να παίρνει ο παλιατζής τα όνειρα, πόσα να δίνει για τα ιδανικά, πόσα για τα σχέδια που κάναμε και που βγήκαν όλα πλάνες; «Να καεί, να καεί το μπ… η Βουλή», φώναζαν οι «αγανακτισμένοι»! Τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ πάλευε να γίνει εξουσία, πριν γίνει κι αυτός μπ….. Έπειτα, μόλις έγινε κυβέρνηση, κατέβασε τις κλούβες και απέκλεισε Μαξίμου και Προεδρικό από την υπόλοιπη πρωτεύουσα…

Η ζωή τραβά την ανηφόρα… «Περνάει ο παλιατζής της γειτονιάς σας…».   Χριστούγεννα κοντοζυγώνουν και ο παλιατζής αδιάφορος εξακολουθεί να φέρνει βόλτα τα οικοδομικά τετράγωνα, εποχούμενος, και με όλη την οικογένεια  στο μισο-ξηλωμένο όχημα…  Και το μεγάφωνο να ξελαρυγγιάζεται… «πάρε ό,τι  θέλεις παλιατζή…»

«Παλιές μπανιάρες, παλιές κουζίνες, παλιές κατσαρόλες, όλα τα μαζεύω…».

Σκέφτεσαι εκείνο το πτυχίο που όλο θα το ‘παιρνες και ποτέ δεν το πήρες. Να,  αν το ‘χες τώρα, θα ‘πιανε κανένα δίφραγκο, κορνιζαρισμένο! Και οι φωτογραφίες του παππού και της γιαγιάς που κιτρίνισαν πίσω από το τζάμι; Να τις παίρνει άραγε κι αυτές ο παλιατζής; Και  κείνες της οικογένειας ολόκληρης, πριν φύγει ο μεγάλος γιος μετανάστης για το Αμέρικα;  Θάθελες να τις ξεφορτωθείς.  Σάματις και που τις κρατάς τι αλλάζει; Σαράντα χρόνια στην ξενιτιά, ούτε ψήφο δεν του αναγνωρίζουν πια  από μακριά! Μόνο το πορτοφόλι του θέλουν! Και τον καλό του λόγο στο γκουβέρνο!..

«Μαζεύω παλιούς τενεκέδες…»

Όχι, το ρολόι του παππού δεν το δίνουμε κύριος! Ούτε το ασημένιο τάσι! Όλα τα δώσαμε τα δίσεκτα χρόνια της χρεωκοπίας. Όλα! Τούτα μας απέμειναν ενθύμια από μια ζωή που ποτέ δεν ζήσαμε. Από ανθρώπους που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Μάθαμε όμως να τους αγαπάμε. Κι έρχεται και η  φάτνη φτωχική κι αυτή,  να δώσει, λέει, φως στην άθλια ζωή. Μα η φάτνη που εμείς ξέρουμε δεν έχει ούτε κεράκι! Πως θα φωτίσει τον κόσμο;

«Και παλιά κηροπήγια αγοράζω και παλιές αναμνήσεις, και παλιές  καραβάνες!» Α, ρε παλιατζή, άδειο γυρίζει σήμερα το όχημα… και η πιτσιρικαρία σκουπίζει τις μύξες με τα μανίκια…

Δεν αντέχω, του φωνάζω: «Παλιατζή»… Σταματάει το αυτοκινούμενο –τρόπος του λέγειν- στη γωνία. Παρατάει σύζυγο και παιδιά και ανεβαίνει τις σκάλες  τρεχάτος…

-«Έλα, αφεντικό, τι έχεις;»

-Να, του λέω,  εδώ δα έχω λίγη αξιοπρέπεια που μου απέμεινε… πάρτην!

– Και τι να την κάνω αφεντικό; Βράζει η αξιοπρέπεια να τη φάμε;

-Όχι δεν βράζει, μονολογώ… Μήτε και το φιλότιμο ψήνεται… Να,  έχω κάτι παλιούς τενεκέδες, πάρτους κι αυτούς!

Κουνάει ο παλιατζής το κεφάλι του απογοητευμένος! – Γι αυτό με ανέβασες εδώ πάνω, μπάρμπα;

Μπαρμπαριά, μου έρχεται να του πω, αλλά δίνω τόπο στην οργή. Λοιπόν, άσε φίλε, ίσως την άλλη Κυριακή να έχω να σε δώσω περισσότερα… ίσως βρω και λίγο κουράγιο ξεχασμένο σε κανένα σεντούκι!

Σκέφτεσαι, πάλι, το χαλασμένο ρολόϊ του παππού. Και κείνο το ασημένιο τάσι, δείγμα μιας άλλης εποχής που πια δεν θα ξανάρθει…

Και να τα κρατήσεις,  τι να τα κάνεις;

«Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή»…

“Βουλιάξαμε” στα χρέη και στους μετανάστες. Για τα πρώτα “φροντίζουν” οι εισπρακτικές. Για τους δεύτερους ο Κανείς!