Εκ βαθέων: Το Βραβείο, η αφιέρωση και ο Απόδημος Ελληνισμός

ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Την Τρίτη, 25 Φεβρουαρίου 2020, ο «Σύνδεσμος Ανταποκριτών Διεθνών ΜΜΕ Ελλάδος», και ο πρόεδρός του κ. Θύμιος Τσικνής, μετά από  πρόταση και ψηφοφορία των τακτικών Μελών του, αποφάσισε την απονομή των Βραβείων «ΕΥΠΡΠΕΙΑ 2019». Μεταξύ των βραβευθέντων δημοσιογράφων (Χρήστος Αγγελής, Γιάννης Κορίδης και  Κων. Κωστάκης) ήταν και ο υπογράφων. Αυτό, όμως, αν και δημοσιογραφικά  μάλλον καταγράφεται στα «ψιλά γράμματα» των εφημερίδων,  το σημειώνω εδώ για να εξηγήσω γιατί, όταν παρέλαβα το βραβείο από τα χέρια του Ελληνο-Αμερικανού πολιτικού ηγέτη Κρις Σπύρου,  και του προέδρου του Συνδέσμου ανταποκριτών Θύμιου Τσικνή, παρουσία του Γενικού Γραμματέα Απόδημου Ελληνισμού,  Ιωάννη Χρυσουλάκη, και άλλων επισήμων, στο σύντομο λογύδριο που εκφώνησα, αφιέρωσα το βραβείο «ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ 2019» εξίσου στην οικογένειά μου και στην Ομογένεια.

Και για μεν την οικογένειά μου, όπως  εξήγησα,   η αφιέρωση  αποτελεί μία, από την καρδιά μου, ανάγκη  να λειάνω κατά το δυνατόν τις επιπτώσεις της πολύωρης καθημερινής βιοποριστικής απουσίας μου από το σπίτι,  αλλά και της ψυχικά κοστοβόρου σιωπής μου τις υπόλοιπες ώρες που βρίσκομαι στο σπίτι, καθηλωμένος μπροστά στην οθόνη του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, για να ανταποκριθώ στις βασικές ανάγκες πληρότητας του Panhellenic post.

Εκείνο που θέλω να εξηγήσω, όμως, εδώ, είναι το γιατί το Βραβείο το αφιέρωσα εν μέρει και στην Ομογένεια. Επιγραμματικά: Γιατί, όπως είπα, «η Ομογένεια μου έδωσε το ωραίο ταξίδι».

Όταν, το 1974 βρέθηκα για σπουδές στην Νέα Υόρκη, η πρώτη συνάντηση που είχα, την άλλη κιόλας μέρα της αφίξεώς μου στην μεγαλούπολη, ήταν με τον τότε εκδότη-διευθυντή του Εθνικού Κήρυκα, τον Μπάμπη Μαρκέτο. Στα γραφεία της εφημερίδας, στο Μανχάταν. Η συνάντηση αυτή στάθηκε καθοριστική για την πορεία μου. Παρότι έκανα σπουδές αρχιτεκτονικής τεχνολογίας, η δημοσιογραφία «τρύπωσε» στο αίμα μου! Και, έκτοτε, γίναμε αυτή και γω, «ένα».

Στην πολύχρονη ενασχόλησή μου με την δημοσιογραφία, ήταν κάποιες φορές που βρέθηκα αντιμέτωπος με το δίλημμα, να συνεχίσω να ασχολούμαι με το ομογενειακό ρεπορτάζ ή να περάσω σε άλλο τομέα του λειτουργήματος; (Π.χ. Πολιτικό ρεπορτάζ, αστυνομικό, ελεύθερο,  Εκκλησιαστικό κλπ).  Προτίμησα σε κάθε περίπτωση το ομογενειακό, και ας έχει λιγότερες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης στην Ελλάδα.

Είναι πράγματι «ωραίο» το ταξίδι με την -και για την- ομογένεια.  Είναι μοναδική η –εξ αποστάσεως- επικοινωνία του δημοσιογράφου με τους ομογενείς αναγνώστες του. Το «δέσιμο» με τις ανάγκες τους. Με τις επιθυμίες τους. Με τα θέλω τους.  Είναι πράγματι ωραίο να αγωνίζεσαι μαζί τους υπερασπιζόμενος αξίες και ιδανικά που για τους Έλληνες της Ελλάδας είναι σε έναν βαθμό ξεπερασμένα ή παλιομοδίτικα.  Να μάχεσαι για όνειρα, για σκοπούς, για επιδιώξεις. Είναι ανεπανάληπτο το να υποστηρίζεις ήθη και έθιμα που έρχονται από “λησμονημένες” πατρίδες.  Αξίες που έχουν ατονήσει με το χρόνο στη γενέτειρα, παραμένουν, όμως, πάντα θύμισες αγαπημένες για τους Απόδημους Έλληνες.

Είναι συγκλονιστικό το να νιώσεις τον Απόδημο που έχει να δει την Ελλάδα σαράντα και πενήντα χρόνια, να δακρύζει και να φιλάει το χώμα της σαν αξιωθεί να φθάσει κάποτε στο αεροδρόμιο. Να μιλάει από την ξενιτιά για την πατρίδα σαν να τη ζει καθημερινά.  Να ενδιαφέρεται να μαθαίνει νέα από την πατρίδα.  Να μιλάει για την Ελλάδα στα καφενεία της ξενιτιάς, στους Συλλόγους, στα Σωματεία και στις Ομοσπονδίες. Να δακρύζει αντικρίζοντας έξω από τα προξενεία ή όπου αλλού,  την ελληνική σημαία.  Να κατεβαίνει εθνικές εορτές στις τοπικές παρελάσεις με υπερηφάνεια με τα παιδιά του στα χέρια και την Ελλάδα στην καρδιά του. Να συγκεντρώνονται κατά χιλιάδες έξω από τον Λευκό Οίκο και από τον ΟΗΕ για να υπερασπιστούν τα εθνικά δίκαια της Ελλάδος.

Είναι ανεπανάληπτο το συναίσθημα να δημοσιογραφείς και να αισθάνεσαι την ίδια ώρα ότι είσαι υποχρεωμένος να παραμένεις άγρυπνος φύλακας προστάτης και προβολέας πραγμάτων, ιδεών, θεσμών και θέσεων ξένων είτε για την τοπική αντίληψη είτε για τους Ελλαδίτες. Κάτω από αυτό το σύμπλεγμα το έργο σου παίρνει τη μορφή μιας ατέλειωτης δοκιμασίας, που σε τοποθετεί στο πλαίσιο συνεχών προβληματισμών.

Υπερασπίζεσαι όχι κόμματα, όχι πρόσωπα, όχι καθεστώτα. Αλλά όλα αυτά που συνθέτουν την ψυχοσύνθεση του απόδημου Έλληνα, με  επίκεντρο την πατρίδα. Την ακεραιότητά της, την ευμάρεια της, την προκοπή της. Όλα αυτά, αντανακλούν στην υπόσταση του Έλληνα απόδημου στην ξενιτειά. Αξιοζήλευτη καταγωγή, που κάνει ευυπόληπτους πολίτες.

Γι αυτό, όταν τα χρόνια του Πολέμου του ’40, οι Έλληνες νικούσαν στα βουνά της Ηπείρου, η αυτοπεποίθηση που μετέδωσαν στους μετανάστες μας οι νίκες, το ανάστημα και η υπερηφάνεια τους για τους συμπατριώτες τους, αλλά και για όσους Απόδημους επέστρεψαν στην πατρίδα και πολέμησαν,  μεταφράστηκαν σε διεθνή θαυμασμό, παγκόσμια επιδοκιμασία και καθολική αναγνώριση εκ μέρους των πολιτών, των πολιτικών και των Αρχών των Κρατών και των Πολιτειών στις οποίες ζούσαν, με αποτέλεσμα, από τα τάρταρα,  να σκαρφαλώσει  η κοινωνική τους θέση  στην κορυφή των τοπικών κοινωνιών.

Από εκεί, από την επίζηλη κορυφή που εξακολουθούν και σήμερα να κατέχουν,  αγαπούν την πατρίδα, νοιάζονται για την πατρίδα,  πρώτη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη γενιά. Και θα εξακολουθήσουν και οι μελλοντικές γενιές να την θαυμάζουν και να την περιβάλλουν με το ενδιαφέρον τους. Ακόμη και εάν δεν μιλούν ελληνικά. Ακόμη και εάν δεν έρχονται στην Ελλάδα. Ακόμη και εάν η Ελλάδα , για μικροκομματικούς υπολογισμούς, δεν τους διευκολύνει να ψηφίζουν από εκεί όπου ζουν. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, τους «απαγορεύει» να ψηφίζουν…

Η Ελλάδα για τους απόδημους, είναι “ΙΔΕΑ” είναι η κατευθυντήρια αρχή, είναι  η ορμή που προσανατολίζει την ύπαρξή τους. Της δίνει νόημα και σκοπό. Γι αυτό και κάποτε διαφωνούν με πολιτικές όποιων πολιτικών που αντί να της προσπορίζουν τιμή και δόξα την φέρνουν σε κατάσταση άμυνας ή και υποχωρητικότητας. Κανείς να μην τους παρεξηγεί. Βρίσκονται κι αυτοί “στο ωραίο ταξίδι”. Στο ταξίδι με το πλοίο του μύθου, του ηρωισμού και της Αθανασίας.

Σ’ αυτό το «ωραίο ταξίδι» ταξιδεύουμε και μεις, επιβάτες. Χωρίς την ομογένεια, δεν θα το ‘ χαμε πραγματοποιήσει. Της αξίζει, λοιπόν, η αφιέρωσή μας. Και το βραβείο. Γιατί η ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ τους διακρίνει. Σ΄αυτούς  και οι βαθιές ευχαριστίες μας για ό,τι μας πρόσφεραν μέχρι σήμερα,  σε υλικά και ψυχικά αγαθά.