Γιαν. Αμανατίδης για Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Η δήλωση του πρώην Υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Αμανατίδη για την “Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας” έχει ως εξής:

Η 9η Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, ημέρα θανάτου του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, φέτος γιορτάζεται σε πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, σε όλο τον κόσμο.

Ημέρα που καθιερώσαμε ως κυβέρνηση, με κοινή απόφαση των υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, στις 11 Απριλίου του 2017, υιοθετώντας την απόφαση  της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς, μετά από  πρόταση της Ομοσπονδίας των Ελληνικών Κοινοτήτων Ιταλίας, με την επιδίωξη ανάδειξης της διαρκούς συμβολής της Ελληνικής Γλώσσας στην ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου Πολιτισμού.

Η αξία της ελληνικής γλώσσας είναι ανεκτίμητη. Πρόκειται για μια γλώσσα που μιλιέται, αδιάλειπτα, εδώ και 40 αιώνες!

Είναι η γλώσσα στην οποία μας άφησαν το έργο τους σπουδαίοι φιλόσοφοι, ποιητές και συγγραφείς: Όμηρος, Πλάτων, Θουκυδίδης, Αισχύλος, Αριστοφάνης, Ιπποκράτης, Ευαγγελιστές, Πατέρες της Εκκλησίας και τόσοι άλλοι.

Η ελληνική γλώσσα διαμόρφωσε την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού και τη δημοκρατία.

Είναι η πλούσια γλώσσα της λογοτεχνίας και η ακριβής γλώσσα της επιστήμης, που εμπλουτίζει τις περισσότερες γλώσσες του πλανήτη και την καθημερινότητα της διεθνούς επικοινωνίας και αποτελεί βασικό εργαλείο για την πνευματική καλλιέργεια των νέων μας και τη διατήρηση της ιστορικής  μας ταυτότητας.

Η ενεργή συνεργασία  της ελληνικής πολιτείας, της ελληνικής αλλά και της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, καθώς και της ομογένειας, η συνέχιση και ενίσχυση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, σε εκατοντάδες πυρήνες, σε όλο τον κόσμο, η στήριξη των τμημάτων και των εδρών ελληνικών σπουδών στο εξωτερικό με την ταυτόχρονη αξιοποίηση των νέων μέσων της ψηφιακής τεχνολογίας, είναι τα ελάχιστα, που πρέπει να υλοποιηθούν.

Άλλωστε, η ελληνική γλώσσα είναι το μακρύτερο ζων ύδωρ του κόσμου, που «κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλλιά του Ομήρου» φθάνει ως τις μέρες μας, κατεβάζοντας πολλή ψυχή και πολύ φως, όπως γλαφυρά περιγράφει, ο Νικηφόρος Βρεττάκος.