Reuters: Δεν διαφαίνεται κίνδυνος (προς το παρόν) για την ελληνική οικονομία

Οικονομικοί αναλυτές δηλώνουν στο Reuters ότι η ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να κινδυνεύει στο άμεσο μέλλον, ακόμη και σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων

Η εποχή του «φθηνού χρήματος» τελειώνει καθώς οι κεντρικές τράπεζες, η μία μετά την άλλη, ανεβάζουν τα επιτόκια σε μία προσπάθεια να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.

Μάλιστα τις τελευταίες ώρες φαίνεται να δρομολογείται ένα ανοδικό σπιράλ επιτοκίων σε Ευρώπη και Αμερική.

Θα έχει συνέπειες αυτή η εξέλιξη για την υπερχρεωμένη ελληνική οικονομία, που ακόμη δεν έχει ανακτήσει το καθεστώς της «επενδυτικής βαθμίδας» για τους οίκους αξιολόγησης;

Μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, έγκυροι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι προς το παρόν δεν διαφαίνεται κίνδυνος.

Αφορμή για το ρεπορτάζ ήταν η επίσκεψη του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ στην Αθήνα και η επισήμανσή του ότι σύντομα η Ελλάδα εγκαταλείπει το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας».

Ο Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, θεωρεί ότι «ακόμη και με αυξανόμενα επιτόκια το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος προφανώς θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί και αυτό οφείλεται στην οικονομική βοήθεια που έχει χορηγήσει η διεθνής κοινότητα. Δημόσιοι πιστωτές εκτός Ελλάδας κατέχουν πάνω από το 60% των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Επιπλέον τα δάνεια έχουν σταθερό επιτόκιο και πολύ μακρά περίοδο αποπληρωμής που κυμαίνεται, κατά μέσο όρο, στα 18,2 έτη».

Μόλις το 26% των δανείων καθίσταται απαιτητό στα επόμενα πέντε χρόνια. Κατά συνέπεια «η αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους ελάχιστα ακριβαίνει από τα αυξημένα επιτόκια», καταλήγει ο Γιοργκ Κρέμερ.

«Περιορισμένος κίνδυνος με θετικούς δείκτες ανάπτυξης»

Στο ίδιο μήκος κύματος ο Αλέξανδρος Κρητικός, μέλος του διοικητικού συμβουλίου στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) με έδρα το Βερολίνο, υπενθυμίζει ότι για μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους ο χρόνος αποπληρωμής φτάνει πλέον τα 50 έτη, δηλαδή μέχρι το 2070.

«Γι’ αυτό», επισημαίνει, «αλλά και λόγω του ότι η οικονομία εμφανίζει θετικούς δείκτες ανάπτυξης, ο κίνδυνος είναι περιορισμένος επί του παρόντος».

Φαίνεται πάντως ότι για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα «δίκοπο μαχαίρι».

Από τη μία πλευρά ο πληθωρισμός «ασφαλώς βοηθάει τις υπερχρεωμένες χώρες γιατί μειώνει την πραγματική επιβάρυνση του χρέους, αλλά από την άλλη πλευρά καθιστά απαραίτητη την παροχή βοήθειας στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέο δανεισμό, κάτι που η Ελλάδα θα ήθελε να αποφύγει, προειδοποιεί ο οικονομολόγος του DIW.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιοργκ Κράμερ αναφέρει ότι το 2022 είναι μία ιδιαίτερη χρονιά μεταβατικού χαρακτήρα, ενώ παράλληλα εστιάζει στις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. «Για τον επόμενο χρόνο προβλέπεται και πάλι πρωτογενές πλεόνασμα», δηλώνει.

«Σε αυτή την κατεύθυνση βοηθάει το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στον δρόμο της ανάπτυξης. Η εξασθένηση που προκάλεσε η πανδημία έχει υπερκαλυφθεί. Παρά τα όποια προβλήματα αναμένεται ποσοστό ανάπτυξης άνω του 3%. Τον τελευταίο καιρό η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί στήριγμα της οικονομίας, ενώ ήδη από την άνοιξη οι ειδικοί αναμένουν σημαντική ώθηση στον τουρισμό».

Πάντως το Reuters δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι τελευταία αυξάνονται και πάλι επικίνδυνα τα spreads των ελληνικών ομολόγων.

Νέες αυξήσεις επιτοκίων

Στο μεταξύ, επιβεβαιώθηκαν τα σενάρια περί εντυπωσιακής αύξησης των επιτοκίων στις ΗΠΑ: Η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) ανακοίνωσε αύξηση κατά εβδομήντα πέντε μονάδες βάσης. Καταφεύγει στη μεγαλύτερη άνοδο επιτοκίων των τελευταίων τριάντα ετών, σε μία προσπάθεια να καταπολεμήσει τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων σαράντα ετών. Αφήνει μάλιστα ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέα αύξηση τον Ιούλιο.

«Περιμέναμε μέχρι την τελευταία στιγμή κάποιες ενδείξεις για υποχώρηση του πληθωρισμού, αλλά τελικά συνέβη το αντίθετο και οι προγνώσεις κάνουν λόγο για περαιτέρω άνοδο», εξηγεί ο επικεφαλής της Τράπεζας Τζερόμ Πάουελ.

Σημειώνεται πάντως ότι η FED, σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), είναι υποχρεωμένη από το Καταστατικό της να συνυπολογίζει και τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας ως κριτήριο για την άσκηση νομισματικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ κυμαίνεται στο 3,6%.

«Ένα ποσοστό ανεργίας 4,1% με τον πληθωρισμό στο 2% θα ήταν για μας ένας επιτυχημένος απολογισμός», τονίζει ο Τζερόμ Πάουελ.

Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι αντιδράσεις ήταν άμεσες: Την Πέμπτη η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) αποφάσισε να αυξήσει κατά 50 μονάδες βάσης το επιτόκιό της, το οποίο όμως παραμένει σε αρνητικό πρόσημο, -0,25%.

«Πρόκειται για αιφνιδιαστική εξέλιξη» υποστηρίζουν κάποιοι αναλυτές, ενώ άλλοι τονίζουν ότι περίμεναν κάποια κίνηση της Βέρνης, αλλά μικρότερης εμβέλειας.

«Στόχος της πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής είναι να αποτραπούν περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες», αναφέρει σε συνέντευξη τύπου ο επικεφαλής της SNB Τόμας Γιόρνταν, ενώ δεν απέκλεισε νέες αυξήσεις των επιτοκίων σε εύθετο χρόνο.

Λίγες ώρες αργότερα και η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε αύξηση κατά 0,25%, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέες παρεμβάσεις, καθώς ο πληθωρισμός στη Μ.Βρετανία αναμένεται να ξεπεράσει το 11% μέχρι τα τέλη του 2022.

Reuters, DPA, AFP, in.gr,