Αρθρο του Ε. Ζεμενίδη στην «Καθημερινή»: Be like Mike

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο. Φωτογραφία: EUROKINISSI/POOL ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ)

 

Ο τέταρτος γύρος του Στρατηγικού Διαλόγου ΗΠΑ – Ελλάδας στην Αθήνα αυτή την εβδομάδα ήταν κατά γενική ομολογία ένα ακόμη θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της στρατηγικής σχέσης των δύο χωρών. Χάρη στις διαδοχικές κυβερνήσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο έργο των κατά σειρά πρέσβεων της Ελλάδας και των ΗΠΑ, καθώς και στην προσοχή και τη νομοθετική κατεύθυνση που δόθηκε σε αυτή τη συμμαχία από το αμερικανικό Κογκρέσο, η σχέση μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον βρίσκεται μακράν πιο μπροστά από ό,τι θα προέβλεπε κανείς όταν ο Αντονι Μπλίνκεν έφυγε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στο τέλος της διακυβέρνησης Ομπάμα.

Ομως, το σωστό σημείο αναφοράς για αυτή τη σχέση δεν θα έπρεπε να θεωρείται το ταξίδι του προέδρου Ομπάμα στην Ελλάδα το 2016, αλλά το ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο το 2020. Καθώς παρακολουθούσα τον υπουργό Εξωτερικών κ. Μπλίνκεν να αναχωρεί από την Αθήνα, ήταν αδύνατο να μη σκεφτώ το τραγούδι από τη διαφήμιση του Μάικλ Τζόρνταν «Be like Mike».

Προτού ξεκινήσει η γκρίνια ότι παραβλέπω την πρόοδο που έγινε, επιτρέψτε μου να είμαι σαφής: η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε να οικοδομεί αυτή τη στρατηγική σχέση και τη διατηρεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, ο υπουργός κ. Πομπέο χάρισε στον υπουργό κ. Μπλίνκεν μια αφετηρία και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν την αξιοποίησε στο έπακρον. Για να καταλάβουμε τι θα έπρεπε λογικά να περιμένει η Ελλάδα από τις ΗΠΑ, ας θυμηθούμε ποια πλεονεκτήματα κληρονόμησε ο υπουργός κ. Μπλίνκεν όταν επέστρεψε στο Foggy Bottom: (α) Μια νέα κατεύθυνση για την πολιτική των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο που εγκαινιάστηκε από τον πρώην βοηθό υπουργό Εξωτερικών Γουές Μίτσελ, (β) τον νόμο του 2019 για την εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, (γ) το σχήμα «3+1» (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + Ηνωμένες Πολιτείες), (δ) πρωτοφανή επίπεδα ενδιαφέροντος του Κογκρέσου για την περιοχή και ειδικότερα για τη σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας.

Και το σηµαντικότερο, µε την κυβέρνηση Μητσοτάκη κληρονόμησε έναν εταίρο που είχε οδηγήσει τη μετάβαση της Ελλάδας από «πυλώνα σταθερότητας» σε ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Υπάρχει ανάγκη ενός αξιόπιστου εταίρου για την ενεργειακή διπλωματία; Από τις διασυνδέσεις φυσικού αερίου στα Βαλκάνια, τις εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου και τις πλωτές εγκαταστάσεις επαναεριοποίησης, την εξερεύνηση φυσικού αερίου και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από πηγή σταθερότητας – είναι ένας απαραίτητος εταίρος. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις προσπάθειες να μπει η «Δύση» στα Δυτικά Βαλκάνια. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αναδειχθεί σε προπύργιο απέναντι στη ρωσική και κινεζική επιρροή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, έχει επιταχύνει την περιφερειακή ολοκλήρωση και συνεργασία και έχει βοηθήσει τη Δύση να αναπτύξει σημαντικά νέα μέσα ασφαλείας και δυνατότητες προβολής ισχύος στην περιοχή. Ακόμη και όταν αντιμετώπισε την άνευ προηγουμένου επιθετικότητα από την Τουρκία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε το μάντρα του Τέντι Ρούσβελτ «μίλα ήρεμα και κράτα μεγάλη βέργα», αντί για θεατρινίστικες αντιδράσεις, όπως μπορεί να περίμενε κανείς κατά το παρελθόν.

Από όλες τις ευκαιρίες που κληρονόμησε το υπουργείο Εξωτερικών του Μπλίνκεν και χάθηκαν, ξεχωρίζει μία. Στο βιβλίο του Πομπέο «Never Give An Inch», ο τέως υπουργός Εξωτερικών εξυμνεί μια σημαντική διπλωματική πρωτοβουλία: «Για πρώτη φορά, το 2019, ένας υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ εμφανίστηκε στην τριμερή συνάντηση Ισραήλ – Ελλάδας – Κύπρου για να συζητήσει την ενεργειακή εξερεύνηση στην περιοχή». Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την COVID, τις εκλογές στις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Κύπρο και τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι δικαιολογίες για την αποτυχία της διεξαγωγής μιας συνάντησης «3+1» σε επίπεδο υπουργών είναι ειλικρινά σαθρές.

Υπάρχει µια συνεχής επωδός από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ότι πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά σε κατώτερο επίπεδο πριν από τη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών και υπουργών. Ομως, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι σημειώνεται ουσιαστική πρόοδος σε αυτό το μέτωπο. Και με το μέγεθος της εναλλαγής σε αυτό το χαμηλότερο επίπεδο –η κυβέρνηση βρίσκεται ήδη στον δεύτερο διευθυντή Νοτιοευρωπαϊκών Υποθέσεων, στον τρίτο συντονιστή Ανατολικής Μεσογείου και αναμένει αλλαγές σε επίπεδο αναπληρωτή υφυπουργού Εξωτερικών και σε επίπεδο υπευθύνων γεωγραφικών τομέων– η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το υπουργείο Εξωτερικών χρειάζεται καθοδήγηση από την κορυφή για το «3+1», αντί ο υπουργός Εξωτερικών να περιμένει από ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πλήθος προσώπων να ενημερωθεί πριν εμπλακεί άμεσα. Η τριμερής συνάντηση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ έδωσε το έναυσμα για ιστορικά επίπεδα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αποτυχία να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε ο κ. Πομπέο –ή ακόμη και να σηματοδοτήσει σοβαρά τη δέσμευση της κυβέρνησης στο «3+1»– είναι διπλωματική κακοδιαχείριση.

Εχοντας συµπληρώσει δύο χρόνια στη θητεία του ως υπουργός Εξωτερικών, ο Αντονι Μπλίνκεν είναι αρκετά εξοικειωμένος με όλους τους παίκτες στην περιοχή, έχει τους δικούς του πρεσβευτές στην Αθήνα, στη Λευκωσία και την Ιερουσαλήμ και έχει έναν πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας (τον Μπομπ Μενέντεζ) που του έχει δώσει νομοθετικά εργαλεία και πολιτική κάλυψη για την επιδίωξη μεγαλύτερης συμμετοχής των ΗΠΑ στο «3+1». Τώρα είναι η ώρα για μια διόρθωση πορείας από τον υπουργό Εξωτερικών, πριν αρχίσουμε όλοι να λέμε δυνατά αυτό που σκεφτόμαστε: μας λείπει ο Μάικ Πομπέο.

Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).

Πηγή: Καθημερινή