Μια κρυφή κρίση: Aποκαλύπτοντας τον αντίκτυπο των αυτοκτονιών στην ελληνική παροικία της Αυστραλίας

Φωτογραφία: Depositphotos

 

Μελβούρνη.- Παρ’ ότι ως θέμα θεωρείται ταμπού, το φαινόμενο των αυτοκτονιών αποτελεί μείζον θέμα στην Αυστραλία –όπως και σε όλο τον κόσμο– αλλά και συγκεκριμένα στην ελληνική κοινότητα, επηρεάζοντας νέους και ηλικιωμένους.

Φέτος, ο «Νέος Κόσμος» δέχθηκε έξι τηλεφωνήματα σχετικά με κάποιον που έχασε ένα αγαπημένο του πρόσωπο από αυτοκτονία.

Οι αυτοκτονίες αποτελούν συστημικό πρόβλημα για την κοινωνία μας, το οποίο όμως δεν το συζητάμε όσο αρμόζει στη βαρύτητά του. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Πρόληψης Αυτοκτονιών Αυστραλίας, 3.249 Αυστραλοί αποφάσισαν να θέσουν τέρμα στην ίδια τους τη ζωή κατά τη διάρκεια της περσυνής χρονιάς.

Ακόμα, επτά εκατομμύρια Αυστραλοί ενήλικες βρίσκονται κοντά σε κάποιον που πέθανε ή επιχείρησε να αυτοκτονήσει, ενώ ένας στους δύο νέους επηρεάζεται –με κάποιον τρόπο– από μια αυτοκτονία στον κύκλο του μέχρι να γίνει 25 ετών.

Ακόμα, τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι οι απόπειρες αυτοκτονίας σε πολιτισμικά και γλωσσικά διαφορετικές κοινότητες (CALD) –συμπεριλαμβανομένων της ελληνικής– δεν δηλώνονται, κατά κανόνα. Οι αρμόδιοι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτή η τάση σχετίζεται με το στίγμα που ενδέχεται να υπάρξει για τα άτομα, τις οικογένειές τους και στη συνέχεια την κοινότητά τους.

Πολλοί ηλικιωμένοι από κοινότητες CALD συχνά πιστεύουν ότι η συζήτηση για την αυτοκτονία μπορεί στην πραγματικότητα να την υποκινήσει. Τα άτομα από αυτές τις κοινότητες μπορεί να βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Αυστραλούς, λόγω του ότι έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος, ο αποχωρισμός από την οικογένεια και τους φίλους ή η μεταναστευτική διαδικασία.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Η συμβουλευτική ψυχολόγος και εκπαιδευτικός, Δρ. Ελένη Καλαμπούκα, υποστηρίζει ότι σε ορισμένες κουλτούρες είναι πιο δύσκολο για κάποιον να μιλήσει για το πώς αισθάνεται ή να εκφραστεί, ενώ η ίδια επισημαίνει τους λόγους για τους οποίους πολλές Ελληνίδες μπορεί να αναπτύξουν προβλήματα ψυχικής υγείας – με έναν από αυτούς να είναι οι “παραδοσιακές” αξίες και προσδοκίες που διατηρούν οι άνδρες γι’ αυτές.

«Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι γυναίκες κακοποιούνταν από τους άνδρες – τις κρατούσαν στο σπίτι, δεν τους επέτρεπαν να βγουν έξω. Αλλά αυτές οι γυναίκες, οι περισσότερες από αυτές ήταν ήρωες για μένα γιατί επιβίωσαν και έζησαν για τα παιδιά τους» σημειώνει η Δρ. Καλαμπούκα στον «Νέο Κόσμο», προσθέτοντας «δεν θα έκαναν κάτι δραστικό εξαιτίας των παιδιών τους. Βέβαια, πολλές από αυτές αρρώστησαν ψυχικά και έπαθαν μεγάλη κατάθλιψη».

Παράλληλα, η Δρ. Καλαμπούκα υποστηρίζει ότι πολλοί άνθρωποι που αναπτύσσουν αυτά τα προβλήματα, πολλές φορές έχουν τάσεις αυτοκτονίας και σε ατυχείς περιπτώσεις, κάποιοι από αυτούς τη διαπράττουν.

Η πλειονότητα των περιπτώσεων αυτοκτονίας αφορά νέους ανθρώπους. Για εκείνους που ανήκουν σε κοινότητες και κουλτούρες όπως την ελληνική, ο λόγος που τους οδηγεί στην αυτοκτονία μπορεί να είναι οι προσδοκίες των γονέων για την εργασία, την εκπαίδευση, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τους φροντίζουν. Ωστόσο, για τους μεγαλύτερους σε ηλικία Ελληνοαυστραλούς, υπάρχει μια δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην αυτοκτονία: η θρησκεία τους.

Πολλοί ηλικιωμένοι μπορεί να βιώνουν ανίατες ασθένειες, μοναξιά, απώλεια ενός μακροχρόνιου συντρόφου, οι οποίες μπορεί να συνοδεύονται από αυτοκτονικές σκέψεις.

Η Δρ. Καλαμπούκα πιστεύει ότι ακόμη και αν οι ηλικιωμένοι Ελληνοαυστραλοί υποφέρουν από κατάθλιψη, τις περισσότερες φορές δεν θα καταφύγουν στην αυτοκτονία, καθώς τη θεωρούν ταμπού και αμαρτία. Σε κάθε περίπτωση, μια ασφαλής πηγή από την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας δήλωσε στον «Νέο Κόσμο» ότι ορισμένοι άνθρωποι λένε ψέματα για τα αίτια θανάτου των συγγενών τους.

Η ίδια πηγή αποκαλύπτει ότι η Εκκλησία δεν ενταφιάζει όσους αυτοκτονούν, ενώ σημειώνει ότι έχει υπάρξει περίπτωση μια γυναίκα η οποία εξομολογήθηκε τελικά σε έναν ιερέα ότι ο σύζυγός της είχε πράγματι αυτοκτονήσει, καθώς δεν μπορούσε να αντέξει την ενοχή που ένιωθε η ίδια για την πράξη του.

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΧΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Όσοι πιστεύουν ότι κάποιο μέλος της οικογένειάς τους αντιμετωπίζει προβλήματα και βρίσκεται σε κίνδυνο, τότε ο καλύτερος τρόπος ώστε να ξεκινήσουν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, είναι να μιλήσουν στον συγγενή τους, και να ρωτήσουν αν είναι καλά. Από εκεί και πέρα, συνιστάται να απευθυνθούν σε έναν επαγγελματία, όπως ο γενικός γιατρός, καθώς αυτός μπορεί να κάνει παραπομπή σε ψυχολόγο, θεραπευτή, ψυχίατρο κ.λπ.

Αλλά εκεί είναι που μπορεί να γίνει δύσκολο για τα άτομα με CALD, καθώς μπορεί να δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν έναν επαγγελματία υγείας, λόγω των πιθανών πολιτισμικών εμποδίων μεταξύ τους. Μια Ελληνοαυστραλή που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της μίλησε στον «Νέο Κόσμο» για την εμπειρία της με επαγγελματίες του χώρου της Υγείας, πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

Όπως σημείωσε, δεν ένιωσε την απαιτούμενη άνεση και εμπιστοσύνη στη διάδρασή της με έναν άνδρα αγγλοσαξονικής καταγωγής –αν και ήταν ψυχίατρος– καθώς δεν έδειχνε να κατανοεί πολλά πράγματα για τη ζωή της.

Όταν τελικά ξεκίνησε μια συμβουλευτική διαδικασία για άλλα θέματα, κατάφερε να ταυτιστεί με μια Ελληνίδα επαγγελματία του χώρου της Υγείας, η οποία μπορούσε να κατανοήσει τα προβλήματα της ασθενούς. Αυτό γιατί και οι δύο ήταν μητέρες με παρόμοιο οικογενειακό υπόβαθρο, κάτι που έκανε την ασθενή να νιώθει ότι η συζήτησή της με την ειδικό ήταν ουσιαστικά σαν συζήτηση με μια φιλενάδα της.

Το να επικοινωνούν με κάποιον που προέρχεται από την ίδια κουλτούρα, ή τουλάχιστον από μια παρόμοια, βοηθάει πολύ αυτούς που έχουν ανάγκη, καθώς η Δρ. Ελένη Καλαμπούκα υποστηρίζει ότι το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο δημιουργεί μια ισχυρή σύνδεση πριν καν προηγηθεί η γνωριμία.

Όπως τόνισε η Δρ. Καλαμπούκα στον Νέο Κόσμο», τα άτομα που αναζητούν βοήθεια «πρέπει πάντα να βρίσκουν τον κατάλληλο ψυχολόγο, κάποιον που να μπορούν να εμπιστευτούν και να ανοιχτούν. Κάποιον που θα καταλάβει την κουλτούρα από όπου προέρχονται».

Σημείωσε επίσης ότι μέσω των κοινών πολιτισμικών βιωμάτων, οι ψυχολόγοι «καταλαβαίνουν περισσότερο όταν οι νέοι μιλούν για την πίεση που έχουν να ζήσουν όπως θέλουν οι γονείς τους – να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να είναι cisgender».

Τόνισε δε ότι οι επαγγελματίες του χώρου της Υγείας οι οποίοι δεν έχουν ελληνική κουλτούρα, δεν μπορούν να αντιληφθούν τις περιπτώσεις στις οποίες η θρησκεία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, η ίδια έχει δει «πολλούς ανθρώπους που μιλούσαν ή φώναζαν στην Παναγία ή ότι τους μιλούσε. Αν δεν είναι Έλληνας ο επιστήμονας ώστε να το καταλάβει αυτό, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αυταπάτη και να χορηγηθούν φάρμακα, τη στιγμή που αυτές οι σκέψεις αποτελούν μέρος της πίστης των συγκεκριμένων ασθενών.»

Σε μια άλλη περίπτωση, μια γυναίκα–μέλος της κοινότητάς μας, η οποία απευθύνθηκε στη Δρ. Καλαμπούκα, της εκμυστηρεύτηκε ότι βιάστηκε στα 20 της, αλλά και ότι δεν μίλησε σε κανέναν γι’ αυτό για 57 χρόνια. Η συγκεκριμένη ασθενής βρήκε τη δύναμη να ανοιχτεί στη Δρα Καλαμπούκα στην ηλικία των 77 ετών.

Η Δρ. Καλαμπούκα πιστεύει ότι χρειάζεται περισσότερη ευαισθητοποίηση απέναντι στο φαινόμενο των αυτοκτονιών, αλλά και πως οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν ότι η ψυχική υγεία δεν επηρεάζει μόνο το ένα άτομο, αλλά ολόκληρη την οικογένεια, κάτι που σημαίνει πως πρέπει να ελέγχονται και αυτοί.

Η υπηρεσία υποστήριξης κρίσεων του Αυστραλιανού Lifeline 13 11 14 είναι διαθέσιμη 24 ώρες το 24ωρο.

Οποιοσδήποτε στην Αυστραλία μπορεί να μιλήσει τηλεφωνικά με έναν εκπαιδευμένο Υποστηρικτή Κρίσεων, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας.

Η Δρ Ελένη Καλαμπούκα. Φωτογραφία: PRONIA
Πηγή:Neoskosmos.com