ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Στις Λέσβου τον απόηχο…

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

 

Σηκώθηκε η Λέσβος στο ποδάρι

Σαν πάτησε νησί το παλικάρι,

Γέμισαν δρόμους, ρούγιες  και σοκάκια

Με  οργή πετάξαν όλοι  τα σακάκια

 

Ενθυμούμενοι τα λόγια τα μεγάλα,

τότε που όλα ήταν μέλι-γάλα,

και που όλο  έταζε δίχως σκέψη,

βγήκαν να  πουν πως έχουν πια στερέψει.

 

Ζήτησαν κάτι τις απ΄τα ταγμένα,

τους είπανε  πως ήταν γελασμένα!

Και πως κανείς δεν φταίει αν εκείνοι,

νου δεν είχανε τότες για  να κρίνει.

 

Τους κάλεσε ξανά ν΄ακούσουν πάλι

ταξίματα,  σε ένα νέο Ράλι

λόγων, που χάσανε κάθε αξία,

Όπως τα σπίτια την υπεραξία!

 

Μα πάθανε, μα μάθανε και τώρα,

αντί για ζήτω, ωσαννά και  δώρα,

με λάβαρα το δίκιο τους ζητώντας,

αντίκρυσαν ΜΑΤ ξηλοφορτώντας!

 

Γενήκαν μια φωνή και ένας πόνος.

Κλείσαν τα μαγαζιά,  έμεινε μόνος.

Με διακόσιους σε αίθουσα εμπήκαν

Μοναχοί  τα είπαν, μόνοι χαρήκαν!

 

Τώρα και τα νησιά αλλού τυρβάζουν

Και τη ζωή τους πρώτα απ΄ όλα βάζουν.

Το πλήθος των προσφύγων, την ένδεια,

ΦΠΑ και ψέμα και αναίδεια.

 

Την απραξία τους  να βάλουν τάξη,

τη λησμοσύνη σ’  όσα είχαν τάξει,

τ’ άλλα λόγια μαθές ν’ αγαπιώμαστε,

δεν περνάνε πια, δεν φιλιωνόματε.

 

Εσείς εκεί και μείς εδώ στην άκρη.

Τα μάτια μας πνιγήκανε στο δάκρυ!

Τόσο ψέμα και τόση αυταπάτη

και τώρα μας γυρίζετε την πλάτη.

 

Καθείς τα έργα του όμως πληρώνει.

Και  μεις  από έργα μείναμε μόνοι

Γι αυτό  και ψήφους  άλλους δεν θα δείτε

Όταν και πάλι θα μας θυμηθείτε!