«Εκ Πειραιώς», ένα βιβλίο -βιωματικό ντοκιμαντέρ για τον μαγκίτικο Πειραιά του ’50-’60

Ο Πειραιάς του ’50-’60 με τα παιδικά μάτια του συγγραφέα. Ο Πειραιάς με τις σκληρές φτωχογειτονιές, τα μαχαιρώματα, τις πρωτόγονες σχέσεις τιμής, τις παιδικές αλητείες. Ο Πειραιάς του αυταρχικού σχολείου, αλλά και των αυταρχικών εφήβων. Ο Πειραιάς επίκεντρο του περιθωρίου ανάμεσα σε μηχανουργεία, αγορές, φάμπρικες, χωματόδρομους, με το λιμάνι ως φόντο.

Και μόνο μια αχλή- πλαίσιο για τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες. Χωρίς τα συμβατικά ιδεολογικά στερεότυπα και τις καταγγελτικές τοποθετήσεις. Με ότι αρνητικό και θετικό σημαίνει αυτό.

Το νέο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου «Εκ Πειραιώς», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος, είναι μια αφηγηματική διαδρομή σε μνήμες, τόπους, ανθρώπους, σχέσεις. Είναι μια ηθογραφική πολεοδομική ξενάγηση. Είναι περισσότερο ένα είδος Πειραιώτικης ανθρωπολογίας, παρά ένα μυθιστόρημα με την κλασική έννοια του όρου, όσον αφορά τους ήρωες, την πλοκή και τη λύση. Εδώ ήρωας κεντρικός είναι «το παιδί», που δεν κατονομάζεται, αλλά υπονοείται. Η πλοκή προκύπτει από τους ανώνυμους αντιήρωες των Μανιάτικων, του Λιμανιού, της Τρούμπας, των Λεμονάδικων, της Αμφιάλης, της Χαραυγής, της Κοκκινιάς, των Ταμπουριών, του Κορυδαλλού, του Ρέντη, του Προφήτη Ηλία, της Πειραϊκής, της Καστέλας. Και η λύση αιωρείται στο τέλος, με «το παιδί» να κοντεύει εικοσάχρονο, αφού το είχαν κόψει δύο χρόνια, και να παίρνει επιτέλους το χαρτί από ιδιωτικό σχολείο στο Πασαλιμάνι για να ανοιχτεί στον κόσμο, «οπλισμένο ανάμεσα σε άοπλους, αλλά χωρίς να το δείχνει».

Το βιβλίο των 416 σελίδων ανοίγει μ’ ένα χάρτη και τα τοπωνύμια της εποχής. Συναπαρτίζεται από 12 ενότητες με ημερολογιακή τιτλοφόρηση. Αρχίζει με την 7η Νοεμβρίου 1955: «Στο λιμάνι κατεβαίνει πρώτη φορά μόνος του, να βρει από πού έρχονται τα φέρετρα». Το οχτάχρονο αγόρι βλέπει με απορία τα αμερικανικά στρατιωτικά φορτηγά τύπου Τζέιμς σε φάλαγγα στην οδό Αιτωλικού στα Μανιάτικα, φορτωμένα με γυαλιστερά φέρετρα των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν στην Κορέα, σκεπασμένα με την ελληνική σημαία. Γυαλιστερά, εν αντιθέσει με τις κίτρινες σανιδένιες κάσες που βλέπει στα Μανιάτικα, έξω από το σπίτι του νεκρού, τοποθετημένες κάθετα, να το μάθει όλη η γειτονιά και να πάει να κλάψει, ενώ σκούζουν οι μοιρολογίστρες.

Εδώ στα Μανιάτικα όλοι είναι σκυθρωποί. Ακόμη και όταν επικρατεί χαρά! Μπορεί σε άλλα μέρη του Πειραιά να ακούς γέλια, όμως εδώ δεν έχει τέτοια. Τραγούδια και ελαφρότητες σπανίζουν. Και πληρώνονται ακριβά. Οι άνθρωποι εδώ είναι αγέλαστοι. Χωρίς φόβο, μα και δίχως έλεος. Πέτρινοι. Όπως η γη που άφησαν χρόνια, για να εγκατασταθούν σε ένα καμαράκι με πισσόχαρτα στη σκεπή. Μαζί με τις παλιές έχθρητες που έφεραν από τη Μάνη, ερχόμενοι σε αυτά τα χώματα, άνοιξαν νέα μίση και πάθη: «Σαν πρίγκιπες του βυζαντινού θρόνου απαιτούν οι άντρες να τους φέρεσαι και ας μην έχουν δεύτερο παντελόνι». Μετά από αιώνες πολέμων και σφαγών δεν λέει να καταλαγιάσει το αίμα από την εκδίκηση – τον, κατ’ αυτούς, «γδικιωμό». Σε καμιά εκκλησία του Πειραιά δεν γίνονται τόσες κηδείες και τόσα μνημόσυνα, όσα στην Παναγία την Οδηγήτρια…

Με κινηματογραφική παραστατικότητα ακολουθούν οι σκηνές του σχολείου: Παιδιά πεινασμένα. Ο μισερός διευθυντής που χτυπάει αλύπητα. Οι πρώτες εμπειρίες. Το πρώτο φιλί σε μια συμμαθήτρια που της όρμησε καταμεσής του δρόμου, αλλά εκείνη έντρομη ούρλιαζε καλώντας σε βοήθεια, οπότε μαζεύτηκε ένα τσούρμο από παιδιά, άλλα να τον βρίζουν και άλλα να τον χειροκροτούν. Η πρώτη φορά που πήγε στον Παράδεισο- δηλαδή που είδε τον Ολυμπιακό χωρίς εισιτήριο – σκαρφαλώνοντας την παλαιά Μάντρα, εκεί όπου γίνεται ο τάφος των αντιπάλων, μέσα σ’ ένα κλίμα με τσίκνα, γέλια, χριστοπαναγίες και από τα μεγάφωνα του γηπέδου αρχοντορεμπέτικα. Το πρώτο του παλτό ραμμένο με βάση αυτό που φορούσε ο Αλέν Ντελόν στον κινηματογράφο Καλιφόρνια, εκεί που είδε έναν άλλο κόσμο και διαφορετικούς, από τον Πειραιά, ανθρώπους. Η πρώτη του δουλειά στο τέλος της έκτης δημοτικού, στο εργοστάσιο τετραδίων Φοίνιξ, προς τα περιβόλια του Ρέντη, να κουβαλάει με ένα καρότσι μεγάλες ντάνες φύλλα χαρτιού που σκίζει τα δάχτυλα σαν ξυράφι και στο τέλος της μέρας να μπαίνουν όλοι οι εργάτες στη γραμμή για να τους ψάξει το αφεντικό, καθώς πολλοί έκλεβαν χωρίς ντροπή. Η πρώτη δοκιμή ενός αμερικανικού ποτού που λεγόταν Κόκα Κόλα και του φάνηκε απαίσια. Και βέβαια, η Τρούμπα. Όπου τα κορίτσια κάνουν χρυσές δουλειές όχι μόνο λόγω του Έκτου Στόλου, αλλά και λόγω των καθωσπρέπει ματσωμένων Ελλήνων αγαπητικών, ανάμεσα σε νταβατζήδες, χαρτοπαίχτες, ναυτικούς, τυχοδιώκτες, μαχαιροβγάλτες.

Το βιβλίο γέμει από μια θαυμαστική αύρα προς όλο αυτόν τον περιθωριακό κόσμο, σε βαθμό που «το παιδί» να χαρακτηρίζει και τον Χριστό «υπέρτατο μάγκα»! Γιατί- λέει- «δεν πείραζε κουνούπι, μα όταν χρειάσθηκε πήρε το «κουρμπάτσι» να καθαρίσει τη λέρα που πρόσβαλε το ναό του…». Έστι δε «κουρμπάτσι» το «μαστίγιο», όπως διαβάζουμε στο εκτενές γλωσσάρι που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου.

Ευτυχώς που «το παιδί», μεγαλώνοντας, άλλαξε γειτονιά…

 Πηγή: www.amna.gr