Ο πρώτος Έλληνας που κινηματογράφησε την ανάβασή του στο Έβερεστ

Ήταν στις 16 Μαΐου του 2004 όταν ο Παύλος Τσιαντός με την ομάδα του κατέκτησαν την κορυφή των 8.850 μέτρων του Έβερεστ. «Ξεκινήσαμε δύο ομάδες, η μία, όπου ήμουν και εγώ, έκανε την ανάβαση από τη νότια πλευρά και το Νεπάλ και η δεύτερη από τη βόρεια πλευρά και το Θιβέτ. Ο στόχος μας ήταν να συναντηθούμε στην κορυφή, ωστόσο η δεύτερη ομάδα αντιμετώπισε κακές καιρικές συνθήκες και έφτασε δύο ημέρες μετά από εμάς», εξιστορεί στο ΑΜΠΕ ο κ. Τσιαντός.

Ο Παύλος Τσιαντός είναι μέλος της πρώτης αμιγώς ελληνικής ομάδας που κατάφερε να κατακτήσει την «Κορυφή του κόσμου» στο Έβερεστ. Το εγχείρημά του, όμως, δεν περιορίστηκε σ’ αυτή την πρωτιά. Κατάφερε να είναι και ο πρώτος Έλληνας που κατέγραψε κινηματογραφικά την αποστολή, παραδίδοντας στο κοινό τα ντοκουμέντα της ανάβασης.

Στην απόφαση της ομάδας να επιχειρήσει την κατάκτηση της κορυφής έπαιξε ρόλο ότι δεν είχε πατήσει ξανά ελληνική αποστολή στο Έβερεστ. Όπως εξηγεί ο Παύλος Τσιαντός, ο πρώτος Έλληνας που πάτησε στην κορυφή ήταν ο Κωνσταντίνος Νιάρχος το 1999, αλλά ως μέρος μιας βρετανικής αποστολής. Η ομάδα του Παύλου Τσιαντού έμελλε, λοιπόν, να γίνει η πρώτη αμιγώς ελληνική αποστολή που θα έφτανε στην κορυφή.

Η ανάβαση στο Έβερεστ, μαζί με τα στάδια της προετοιμασίας και του εγκλιματισμού διήρκησε 1,5 μήνα, διάστημα που χαρακτηριζόταν από προκλήσεις, αντίξοες συνθήκες, αλλά και πολύ ικανοποίηση.

«Το Έβερεστ είναι το σύμβολο της απόλυτης πρόκλησης. Είναι μια μεταφορά. Η ουσία της αναρρίχησης είναι ότι εκθέτεις τον εαυτό σου στον κίνδυνο και αναμετριέσαι με αυτόν. Πρέπει, όμως, να παλέψεις, ώστε να παραμείνεις εστιασμένος στο στόχο σου αποκρούοντας τις πιθανότητες αποσυγκέντρωσης», παρατηρεί, και προσθέτει: «Η ανάβαση στο Έβερεστ στοιχίζει τη ζωή σε πολλούς, αλλά είναι τόσο έντονο το συναίσθημα το οποίο νιώθεις, που μπορεί να προκαλέσει και εθισμό. Είναι το συναίσθημα του να εκθέτεις τον εαυτό σου και να καταφέρνεις να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνεις. Είναι και η συνειδητοποίηση πως παρέα με άλλους ανθρώπους φτάνεις στο τέλος ενός κοινού στόχου. Εύχομαι ο καθένας να έχει την ευκαιρία να καταφέρει να σταθεί στην κορυφή του δικού του, προσωπικού Έβερεστ».

Η ανάβαση στο Έβερεστ δεν ήταν η πρώτη μεγάλη αποστολή του Παύλου. Είχε προηγηθεί η ανάβαση σε άλλες τρεις κορυφές με υψόμετρο πάνω από τα οκτώ χιλιάδες μέτρα (από τις μόλις 14 κορυφές στον κόσμο): το Τσο Ογιού στο Θιβέτ, το Γκάσερμπρουκ 2 στο Πακιστάν και το Σισαπάνγκμα στο Θιβέτ. Επίσης, έχει κάνει ακόμα μία απόπειρα ανάβασης στο Νταουλαγκίρι του Νεπάλ, που όμως δεν ήταν επιτυχημένη.

Στο Τσο Ογιού έκανε και την πρώτη απόπειρα κινηματογράφησης μιας ανάβασης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ταινία «Cho Oyo», που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2005 και απέσπασε βραβείο κοινού.

Αποφάσισε λοιπόν να συνεχίσει αυτό το εγχείρημα. Σε όλη τη διάρκεια του 1,5 μήνα που κράτησε η προετοιμασία και η ανάβαση, ο Παύλος πραγματοποιούσε μια διπλή αποστολή: την ανάβαση και την κινηματογράφησή της.

«Μία χώρα πρέπει να έχει ιστορική μνήμη του τι κάνει, ακόμα και στο επίπεδο των στιγμών της καθημερινότητας. Γι’ αυτό θεώρησα ότι η πρώτη ελληνική αποστολή στο Έβερεστ άξιζε να υπάρχει ως αρχείο», εξηγεί.

Καθώς από μικρή ηλικία το χόμπι του ήταν η ορειβασία, ενώ οι σπουδές του ήταν γύρω από τη σκηνοθεσία (στο Εδιμβούργο), ο Παύλος Τσιαντός αποφάσισε να συνδυάσει σε μία αποστολή τις δύο του αγάπες.

Το αποτέλεσμα ήταν το ντοκιμαντέρ «Από τον Όλυμπο στο Έβερεστ», που αποτυπώνει την πορεία αυτής της ομάδας Ελλήνων ορειβατών μέχρι την κατάκτηση της κορυφής. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε το 2007 στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε το δεύτερο βραβείο κοινού. Ακολούθησαν προβολές σε φεστιβάλ του Σικάγο, της Μελβούρνης, της Τσεχίας και της Αυστρίας.

Η κινηματογράφηση δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Το βάρος της κάμερας πολλαπλασιαζόταν κάτω από τις αντίξοες συνθήκες, οι μπαταρίες τελείωναν γρήγορα με το κρύο και οι παροχές ρεύματος ήταν ανύπαρκτες για τη φόρτισή τους. Όμως ο Παύλος δεν το έβαλε κάτω. Είχε μαζί του δύο γεννήτριες και τις μπαταρίες καλά προφυλαγμένες μέσα στο μπουφάν του για να μην έρχονται σε επαφή με το κρύο. Το αποτέλεσμα είναι να καταφέρει να κινηματογραφήσει πλάνα διάρκειας 90 ωρών.

Η διπλή αυτή αποστολή παραλίγο να του στοιχίζει και τη ζωή. «Από την υπερπροσπάθεια της ανάβασης και της κινηματογράφησης, σε συνδυασμό με το υψόμετρο, δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή όταν αρχίσαμε την κατάβαση. Ήμουν τόσο συνεπαρμένος από τη διαδικασία που παρέβλεπα τον κίνδυνο και ήλπιζα ότι στην κατάβαση θα αρχίσω να χαλαρώνω. Όμως, λιποθύμησα και τελικά με έσωσαν οι άλλοι ορειβάτες. Τη στιγμή εκείνη δεν φοβήθηκα το θάνατο. Ένιωσα, όμως, τρομερή ενοχή απέναντι στους δικούς μου ανθρώπους, ότι θα τους κάνω να πονέσουν. Μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου να επιβιώσω γιατί αισθανόμουν ότι κάτι πρέπει να κάνω», προσθέτει.

Ο Παύλος Τσιαντός συγκαταλέγεται στους ομιλητές του TEDx Athens, αυτό το Σάββατο στο θέατρο του «Ελληνικού Κόσμου».

ana-mpa.gr