ΚΥΡΙΑΚΗ: Ωδή σ΄ένα ευχαριστώ ΧΙΙ.

169 Κεῖνο ποῦ ἐπιθυμῶ, ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ὁρίσω ὡς καλό;

Κεῖνο ποὺ ἀγαπῶ,

ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ ὁρίσω μὲ ἐπιτυχία ὡς δίκαιο;

 

170 Μονάχα ὁ Κύριος γνωρίζει

πάνω στὶς συζητήσεις τῶν σκέψεών μας

ποιὸ εἶναι τὸ πιὸ σωστὸ καὶ τὸ πιὸ δίκαιο γιὰ ἐμᾶς.

 

171 Γιατί ὁ ἥλιος δὲν ἐξουσιάζει

τὴν ὀμορφιὰ ποὺ συναντᾶ ἡ ὅρασή μου

μήτε ἡ ὕλη θρέφει μὲ σάρκα τὴν ἰδεολογία τῆς ψυχῆς μου.

 

172 Μήτε τὸ κρύο παγώνει τὶς ἀρχές μου, μήτε τὸ δάκρυ μου

ἐπιθυμεῖ τὴν ἄρνησή μου γιὰ σένα, Κύριε.

 

173 Δάκρυα ποὺ συντρόφευσαν σὰν πιστεύω τὴν ἐλπίδα μου

ποτὲ ἂς μὴν χαθοῦν.

 

174 Γιατί δίκαια ἐλπίζουν νὰ βροῦν παρηγοριὰ

στὰ δικά σου δάκρυα, Κύριε.

 

175 Μέλι, ἀκρίδες καὶ δάκρυα, τὰ δῶρα

ποῦ πρόσφεραν στὴν ταπεινότητά τους, οἱ ἄξιοι τιμῆς ἅγιοι.

Τέτοια δῶρα εἰλικρίνειας

προσφέρω καὶ ἐγὼ στὴν ἀναζήτησή μου διὰ ἐσέ, Κύριε.

 

176 τὰ χρόνια οἱ ἐπισκέπτες ποὺ θὰ κληθοῦν νὰ σοὺ ὑπενθυμίσουν

πῶς δὲν εἶσαι ὁ μόνος καὶ μόνο ἰδιοκτήτης τῆς ζωῆς.

 

177 Ἀλοίμονο σ’αὐτὸν ποὺ ἐπέλεξε νὰ φοβᾶται ὅταν ταξιδεύει,

ἂν φθάσει στὸ τέρμα, σ’αὐτὸ τὸ τέρμα ποὺ δὲν ὑπάρχει,

γιατί ἐμεῖς νομίσαμε ὅτι ὁρίσαμε τὴν ἀρχή του.

Ἢ ἂν θὰ μπορέσει μέσα ἀπὸ τὶς διαδικασίες

κάποιας καινούριας ἀρχῆς, νὰ ταξιδέψει ξανά.

 

178 Γιατί ἐσὺ ὁ ὁδηγὸς πολλῶν δοκιμαστικῶν ταξιδιῶν μου

μίας ἄπειρης διαδρομῆς, ποὺ δίκαια ὀνόμασες ψυχή, Κύριε.