Η (μη συμβατική) καλή Ελληνοπούλα της Μελβούρνης

ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΣΙΡΤΣΑΚΗ

πηγή:Neoskosmos.com

Κατά τη συνάντησή μας μου ήταν δύσκολο να τη φανταστώ ως την πρωταγωνίστρια της Καλής Ελληνοπούλας. Είναι γεμάτη ζωή, με πηγαίο γέλιο και καμιά σχέση δεν φαίνεται να έχει με την καταθλιπτική, με τάσεις αυτοκτονίας ηρωίδα που περιγράφει στα απομνημονεύματά της.

«Ξέρω ότι συνέβησαν, αλλά είμαι διαφορετική πια. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βίωσα κάτι τέτοιο» λέει.

Η Μαρία

Η Μαρία

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι στέκομαι εδώ με το βιβλίο, εάν σκεφτώ το άτομο που εισήχθη στην κλινική της Μελβούρνης στις 2 Σεπτεμβρίου του 2008 με ‘καμένο’ τον εγκέφαλο. Την ημέρα που νόμισα ότι είχα χάσει τη ζωή μου».

Πριν επτά χρόνια, η Μαρία Κατσώνη είχε κυριευθεί από ένα σύννεφο κατάθλιψης που δεν την άφηνε να κάνει τα πλέον απαραίτητα, όπως το να σηκωθεί από το κρεβάτι ή να θυμηθεί να φάει.

Δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι τρία χρόνια πριν είχε γίνει δεκτή στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ με ένα λαμπρό μέλλον να διαγράφεται μπροστά της, και τώρα να έχει εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική.

Έχοντας μεγαλώσει σε ελληνικό παραδοσιακό σπίτι, με τον πατέρα να θεωρεί τον εαυτό του αρχηγό της οικογένειας -κλασική περίπτωση πατριαρχικής οικογένειας-, με καταγωγή ένα απομονωμένο χωριό της κεντρικής Ελλάδας.

Όταν αρρώστησε η μητέρα της, αγωνίστηκε να κρατήσει τα ελληνικά ιδεώδη, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να δεχτεί όλα αυτά τα μη συμβατικά που συνέβαιναν στη ζωή της, όπως η ομοφυλοφιλία, που την έφερναν σε σύγκρουση με τα δικά της πρόσωπα.

«Γνωρίζω ότι είναι άκρως αντίθετο (με τη σεξουαλικότητά μου), αλλά νομίζω ότι (η ελληνική τιμή) είχε εμφυσηθεί μέσα μου από πολύ νεαρή ηλικία. Δεν είναι ότι έκατσα και είπα «όχι, θα απορρίψω όλα τα στοιχεία ελληνικότητάς μου επειδή τώρα είμαι σε φάση εντελώς αντίθετη με αυτή που αρμόζει σε μια καλή Ελληνοπούλα. Δεν μπορούσα να αποκοπώ» δηλώνει στο «Νέο Κόσμο».

«ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ,

ΑΠΛΩΣ ΜΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ»

Με το που κάθισε να γράψει την ιστορία της ψυχικής της ασθένειας, την τροχιά στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και τις εμπειρίες της από την ψυχιατρική πτέρυγα, συνειδητοποίησε, με τη βοήθεια του συγγραφικού της μέντορα ότι η ιστορία της Μαρίας Κατσώνη δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ρεαλιστικά χωρίς να ειπωθεί η οικογενειακή ιστορία.

«Συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να πω την ιστορία, της αριστούχας που καταλήγει ψυχικά ασθενής, αν δεν αναφερόμουν στην οικογενειακή μας ιστορία και τη δική μου. Αυτό ήταν και το δυσκολότερο κομμάτι – η ελληνική ιστορία».

Η ιστορία 52 χρόνων έρχεται στην επιφάνεια όταν συμβαίνει μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ εκείνης και του πατέρα της. Καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας εξηγούσε στον πατέρα της την ιδιαιτερότητά της και εκείνος την πλησιάζει, και την γρονθοκοπεί στο πρόσωπο, κάτι που διέλυσε τη σχέση τους μέχρι το τέλος της ζωής του.

«Δεν παραβλέπω τη συμπεριφορά του, αλλά μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω την οπτική του» λέει.

«Η παραδοσιακή ιστορία: έρχεται στην Αυστραλία, παρατάει τα πάντα για τα παιδιά του -κάνει θυσίες- υπάρχουν, όμως, συγκεκριμένες προσδοκίες σε σχέση με τα παιδιά του σε επαγγελματικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσα να του κάνω» σχολιάζει αναφερόμενη στη σεξουαλικότητά της.

Ζητώντας την ανέφικτη έγκριση και αποδοχή του πατέρα της η Μαρία έβλεπε να τυλίγεται σε μια μακροχρόνια προσωπική διαμάχη φτάνοντας σε σημείο να σχεδιάζει τον ίδιο της το θάνατο.

Όμως με αφορμή ένα σημαδιακό απόγευμα που πέρασε με τα ανιψάκια της, κατάλαβε ότι έπρεπε να αφήσει την εργασία και την οικογένειά της σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της ψυχικής της υγείας.

Τώρα, βρισκόμενη από την απέναντι πλευρά και κάνοντας μια ανασκόπηση της κατάστασης, κατανοεί πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν για τη μητέρα της, και πολλές άλλες γυναίκες που βίωσαν και βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις.

«Η μητέρα μου ήταν παρούσα στη βία που δέχτηκα από τον πατέρα μου. Παρακολουθούσε. Και υποψιάζομαι ότι η μητέρα μου θα πρέπει να ένιωθε εντελώς διχασμένη ανάμεσα στο καθήκον της απέναντι στον άντρα της και σε μένα» αναφέρει.

«Και στο τέλος έπρεπε να επιλέξει αυτό που τής υπαγορευόταν ως γυναίκα, να στηρίξει τον άντρα της».

Παρ’ όλα αυτά, πέρασε κάποια δύσκολα χρόνια, θέλει να πιστεύει η συγγραφέας.

Έχοντας αποδεχτεί καταστάσεις από το παρελθόν της, δεν σπαταλιέται με σκέψεις του πώς θα ήταν η ζωή της εάν είχε τη στήριξη της οικογένειάς της.

Αντιθέτως, προσπαθεί να δώσει φωνή στη δική της ιστορία και στις παρόμοιες ιστορίες άλλων Ελληνοαυστραλών γυναικών, που κατά παραδοσιακό τρόπο έχουν μείνει στο σκοτάδι.

«Το καλύτερο για μένα ήταν η ανακάλυψη της συγγραφικής μου ικανότητας. Άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μου που μου δίνει όχι μόνο φωνή και κάθαρση, αλλά και τη δυνατότητα να ‘εμπλέξω’ τους αναγνώστες που θα διαβάσουν το βιβλίο μου» δηλώνει.

Η αποκατάστασή της και η συνειδητοποίηση του πόσο μπροστά προχώρησε, την γεμίζει με ένα συναίσθημα που περιγράφει ως «έλλειψη φόβου».

«Τι έχω να χάσω; Έχω την υγεία μου, είμαι ακόμη εδώ».

Αυτή η έλλειψη φόβου της ήρθε «κουτί» καθώς αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις ιδιαίτερα από τη στιγμή που επέστρεψε στη δουλειά της ως δημόσιος υπάλληλος στο γραφείο του πρωθυπουργού.

Έχοντας δώσει υπόσχεση να είναι ειλικρινής και ανοιχτή σε ό,τι αφορά τις εμπειρίες της, ευελπιστώντας ότι έτσι θα βοηθήσει και άλλους ανθρώπους να διαχειριστούν τις προκλήσεις τους, αποκαλύπτοντας την κατάσταση της ψυχικής της υγείας και τις εμπειρίες της ως ψυχικά ασθενής δεν έχει δεχτεί πάντα την καλύτερη αντιμετώπιση.

«Πολλοί με απέτρεπαν (από το να μιλήσω) λέγοντάς μου «Δεν θα ξαναδουλέψεις ποτέ». Και εγώ έλεγα «Ας είναι». Θεωρώ ότι το στίγμα αποτελεί ακόμη μεγάλο θέμα στο χώρο εργασίας. Το συνδέω με μια μορφή ξενοφοβίας – το φόβο του άγνωστου.»

Όμως, η υποστήριξη από τους εναπομείναντες της οικογένειας, συγκεκριμένα τη θεία Μάχη, τη νεότερη αδερφή του πατέρα της, και τους φίλους, έχει αποδειχτεί πηγή άντλησης δύναμης για τη συγγραφέα.

Εκτός του ότι επέστρεψε στα εργασιακά της καθήκοντα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Μαρία έχει γίνει η φωνή για θέματα ψυχικής υγείας και, πρόσφατα, πρέσβειρα του οργανισμού Beyond Blue.

Σύμφωνα με τους αριθμούς του οργανισμού, η κατάθλιψη αποτελεί την κύρια αιτία αναπηρίας παγκοσμίως, υπολογίζοντας ότι το 45 τοις εκατό των Αυστραλών βιώνουν μια μορφή ψυχικής ασθένειας κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Αυτό σημαίνει ότι κάποια χρονιά, περί το ένα εκατομμύριο Αυστραλών ενηλίκων θα υποφέρουν από κατάθλιψη, ενώ δύο εκατομμύρια θα υποφέρουν από άγχος.

Έχοντας ήδη δει ανθρώπους να την προσεγγίζουν με τις δικές τους ιστορίες σε σχέση με την ψυχική υγεία, η συγγραφέας αναμένει μετά την 1η Απριλίου που θα γίνει και η παρουσίαση του βιβλίου της, να την πλησιάσουν περισσότεροι άνθρωποι ειδικά Ελληνοαυστραλοί.

«Περιμένω να με προσεγγίσουν και θα χαρώ να το κάνω και εγώ. Θεωρώ ότι είναι πιθανό να συμβιβάσεις την κουλτούρα σου με αυτό το προσωπικό σου κομμάτι» αναφέρει.

Αναγνωρίζοντας μέσω της δικής της εμπειρίας το ζωτικό ρόλο που παίζουν οι γονείς στην κατάσταση της ψυχικής υγείας των παιδιών, η Μαρία συμβουλεύει τους γονείς να φροντίζουν το δέσιμο που υπάρχει ανάμεσα σε κείνους και τα παιδιά τους και να δείχνουν αποδοχή.

Ελπίζει να προσπαθήσει να εμπνεύσει άλλους Ελληνοαυστραλούς να αποβάλουν το στίγμα και να αποφύγουν να κρατούν κρυφή μια τέτοια κατάσταση εκπαιδεύοντας τον εαυτό τους και ζητώντας την βοήθεια των ειδικών.

«Ευτυχώς και ειδικά για τους Έλληνες με προβλήματα ψυχικής υγείας, υπάρχει υποστήριξη από διάφορους φορείς. Υπάρχουν επίσης και πληροφορίες διαθέσιμες και στις δύο γλώσσες από τον οργανισμό Beyond Blue” λέει, συμβουλευτικά, η Μαρία.

Έφτασε σε ένα σημείο που θεωρούσε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την ψυχική της υγεία και χωρίς τα αντικαταθλιπτικά, αλλά αποδείχθηκε σύντομο όνειρο.

«Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις να ζεις με αντικαταθλιπτικά. Ναι φτιάχνουν τη διάθεση αλλά το σώμα μου δεν μπορεί να τα μεταβολίσει με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και αν είναι η ίδια δοσολογία με χθες.»

«Υπάρχει μια απότομη εναλλαγή. Τώρα το έχω αποδεχτεί γιατί δεν γνωρίζω και κάτι άλλο. Θα το περιέγραφα σαν να φοράω γυαλιά. Δεν έχω τέλεια όραση, ακόμη και με γυαλιά, αλλά δεν ξέρω και αλλιώς».

Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν την απέτρεψε να χαρεί τη στιγμή που υπέγραψε το συμβόλαιο έκδοσης του βιβλίου.

«Χόρευα κάτω στο δρόμο σου λέω! Θυμάμαι ότι πήρα τηλέφωνο τη θεία Μάχη και της είπα «Θεία, θα εκδώσουν το βιβλίο μου!» και κείνη είπε «Μπράβο, Μαρία!». «Τώρα σκέφτομαι ποια ηθοποιός θα με παίξει στην ταινία!» αναφέρει και γελάει από καρδιάς.

Επιθυμώντας να συνεχίσει στα νέα συγγραφικά μονοπάτια και με ήδη δύο καινούριες ιδέες κατά νου, θα ξαναδούμε το όνομα της Μαρίας στο εξώφυλλο.

«Νομίζω ότι υπάρχουν μερικά πραγματάκια που κράτησα εντός μου σε σχέση με μένα και χρειάζονται ένα άλλο μέσο που δεν ήταν σε αυτό το βιβλίο».

Καθισμένη απέναντι στη Μαρία, συζητώντας τις διάφορες πτυχές του βιβλίου της και της ζωής της ως μιας μη συμβατικής Ελληνοπούλας, μου είναι δύσκολο να πιστέψω τα σκαμπανεβάσματα που έχει περάσει, από τη Μελβούρνη στο Χάρβαρντ, από το θάνατο των γονιών της στην εισαγωγή της σε ψυχιατρική κλινική.

“Όπως λέω και εγώ, έχω ζήσει μια ζωή με γεγονότα».

Η Καλή Ελληνοπούλα (The Good Greek Girl) έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Jane Curry Publishing, και θα κυκλοφορήσει την Τετάρτη, 1 Απριλίου 2015 (τιμή $32,95).