Αξέχαστο Αντάμωμα μετά από 68 χρόνια Για τους απόδημους Νεστορίτες

Χωρίς να περιμένεις, βρίσκεις στο γραμματοκιβώτιό σου φάκελο που περικλείει πρόσκληση με την οποία σε καλούν να πάρεις μέρος στο Αντάμωμα που θα γίνει στην ιδιαίτερη σου πατρίδα σου. Το πρώτο μέλημα είναι να το σκεφτείς, να το μελετήσεις και αν θεωρήσεις ότι είναι κάτι από το οποίο θα ωφεληθεί το σύνολο, θα πάρεις μέρος στο κάλεσμα της πρόσκλησης.

Παίρνοντας μέρος οι απόδημοι Νεστορίτες στην εκδήλωση αυτή, γιατί και οι ίδιοι ήταν πρώην κάτοικοι του χωριού, κάτοικοι οι οποίοι για κάποιο λόγο, βρέθηκαν πολύ μακριά από την πατρίδα, συγγενείς, φίλους, και μακριά από το χωριό τους. Αν και δεν είναι τόσο εύκολο να πεις «ναι», θεωρούνται τυχεροί αυτοί που τους δόθηκε η ευκαιρία να πάρουν μέρος.

Πήραμε την απόφαση με την σύζυγο, να παραβρεθούμε, πιστεύοντας ότι όλα θα πάνε καλά και ότι θα έχει μεγάλη σημασία για όσους παραβρεθούν. Προσωπικά πίστευα ότι οι οργανωτές κατά τη διάρκεια των συναντήσεων θα παρουσίαζαν δύο-τρία συγκεκριμένα και ενδιαφέροντα θέματα τα οποία θα μπορούσαν να συζητηθούν για το καλό όλων, για το καλό του χωριού. Πίστευα ότι κάτι θα μπορούσε να συζητηθεί λαμβάνοντας μέρος όχι μόνο οι πρώην και νυν δημοτικοί άρχοντες, αλλά να έρθουν όλοι με προτάσεις και ιδέες, τις οποίες θα μπορούσαμε να τις συζητήσουμε, να τις αξιοποιήσουμε και αργότερα να τις υλοποιήσουμε. Κάτι τέτοιο σ’ αυτήν την μοναδική ευκαιρία που μας δόθηκε και δεν την εκμεταλλευτήκαμε.

Χρειαζόταν να γίνει μελέτη, χρειαζόταν υπομονή για θετικά αποτελέσματα που στο τέλος θα προέκυπταν από τη συνάντηση.

Ίσως μας γεννηθεί και το ερώτημα: και ποια είναι αυτά «τα θετικά αποτελέσματα;» Εδώ δεν μιλάμε για οικονομικά και προσωπικά συμφέροντα ή για προσωπικές οφειλές, γιατί με το να πάρεις την απόφαση, να κάνεις ένα πολύωρο υπερπόντιο ταξίδι, με την πρώτη κίνηση έχεις μπει στο κόκκινο. Επομένως, θα έπρεπε να γίνει μια μελετεμένη ανασκόπηση για τον όμορφο αυτόν τόπο που εμείς αφήσαμε πριν από πολλά χρόνια. Και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε όλοι μαζί για τον τόπο που γνωρίσαμε στα πρώτα μας βήματα; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για την ανθρώπινη αλληλοεκτίμηση, τους συγγενείς και φίλους που τους αφήσαμε πίσω, περισσότερο από μισό αιώνα; «Όλοι μαζί μπορούσαμε». Πήγαμε αμελέτητοι και με σκοπό να μη ακούσουμε άλλους αν είχαν κάτι να πουν ή αν έχουν ιδέες και προτάσεις.

Σήμερα ο κόσμος με την τεχνολογία είναι πολύ μικρότερος από ό,τι τον γνωρίζουμε. Είναι θέματα που μπορούσαν να συζητηθούν γιατί σε πολύ μικρό διάστημα έχεις γνωριστεί με πρόσωπα και άτομα που και αυτά με την ανταπόκρισή τους και την αλληλοεκτίμηση, έχουν γίνει μέρος της καθημερινής σου ζωής τον χρόνο που βρίσκεσαι μαζί τους .

Θα ήθελα να αναφερθώ στα συγγενικά πρόσωπα που σου φέρνουν χαρά και πιο κοντά στο παρελθόν. Οι φίλοι και όλοι συγγενείς ξεχωρίζουν σε τέτοιες συναντήσεις, ανοίγοντας δρόμους για απρόσμενες και καινούριες συναντήσεις.

Πριν αναφερθώ στις συναντήσεις, θα προσπαθήσω να περιγράψω με λίγα λόγια το «Αντάμωμα» το οποίο έληξε με «επιτυχία», με ευχές και να επαναληφθεί στο μέλλον.

Εδώ θα ήθελα να συγχαρώ τον Κώστα Σουλτανίδη για τις προσπάθειές του να παρουσιάσει κάτι το καλύτερο, ενώ οι δημοτικοί άρχοντες, μετά τις ομιλίες τους έφυγαν (για διακοπές). Όταν το χωριό πανηγυρίζει και οι άρχοντες το εγκαταλείπουν, φαίνεται σαν τον καπετάνιο που εγκαταλείπει το καράβι στην μεγάλη τρικυμία και τον κίνδυνο.

Η εκδήλωση έγινε στην πολυτελή αίθουσα του ξενοδοχείου «Pavlos Afkos Grammos», με τελετάρχη τον πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Νεστορίου, κ. Κώστα Σουλτανίδη, ο οποίος έδωσε τον λόγο στον αντιπεριφερειάρχη Καστοριάς Σωτήριο Αδαμόπουλο και στη συνέχεια στον δήμαρχο Νεστορίου κ Πασχάλη Γκέτσο και τον Παναγιώτη Λιβεριάδη (από την Αυστραλία και φίλο των Νεστοριτών). Οι ομιλίες στράφηκαν γύρω από την αξία της συνάντησης.

Συνεχίζοντας, ο κ Κώστας Σουλτανίδης, εξύμνησε αυτούς που ως μετανάστες έχουν κάνει προσφορές και δωρεές στο Δήμο Νεστορίου. Παρουσίασε το χορευτικό του χωριού και πολλά άλλα χορευτικά της περιφέρειας. Οι επισκέπτες έμειναν κατενθουσιασμένοι και χόρεψαν μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.

Τις επόμενες μέρες έγιναν επισκέψεις στο αξιόλογο Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Ορεστικού, στο επίσης αξιόλογο Ενυδρείο Καστοριάς, στο Σπήλαιο του Δράκου, στο μοναστήρι της Τσούκας (χρονολογείται από το 12ο αιώνα) και το Πάρκο Συμφιλίωσης.

Το ξενοδοχείο «Grammos» είχε γίνει το σπίτι μας και κάθε πρωί έπρεπε να απολαύσω στο ωραίο μπαλκόνι όχι μόνο τον καθαρό αέρα αλλά και την όλη θέα. Δεν ήμουν ο μόνος, μιας και πατέρας και κόρη ήταν εκεί κάθε πρωί. Βγαίνοντας ένα πρωί στο μπαλκόνι και για να μη φανώ αδιάκριτος, καλημέρισα στα αγγλικά τους ξένους και, φυσικά, αυτό ήταν που μας άνοιξε το δρόμο για μία συζήτηση που μας έφερε πολλά χρόνια πίσω. Μου είπε ο Λεωνίδας (αυτό ήταν και το όνομά του, γιατί δεν έχασε ποτέ την ελληνική του ταυτότητά του) ότι η καταγωγή του είναι απ’ αυτό εδώ το χωριό και ονομάζεται Λεωνίδας Ζήκος. Μου είπε ότι λείπει από το χωριό από το 1947. Σπούδασε Μαθηματικά, και χρημάτισε καθηγητής πανεπιστημίου. Σήμερα μένει στην Τσεχία και κάθε χρόνο επισκέπτεται το χωριό που του το στέρησαν άλλοι. Ειρωνεία. Όταν τον ρώτησα. «Και πώς βρέθηκες εκεί;» τον ρώτησα. Σιωπή για λίγη ώρα .

«Τον Σεπτέμβριο του 1947 ήμουν πολύ μικρός με την οικογένειά μου και με άλλα μικρά παιδιά, οι τότε Αρχές, μας έβαλαν σε ένα φορτηγό, μας πήγαν στην Μεσοποταμία, και από εκεί στις Κομνηνάδες. Τελικά μας έδιωξαν πέρα από τα ελληνικά σύνορα» Και ενώ το πρόσωπο του Λεωνίδα έδειχνε αθεράπευτη πικρία, μέσα μου πάλευα με τον εαυτόν μου και περίμενα να τελειώσει ο Λεωνίδας. Γιατί θυμόμουν πολύ καθαρά αυτό το φορτηγό και αυτό το δράμα. Και να πώς:

Ένα μεσημέρι πήγαινα το φαγητό του πατέρα μου και αυτήν τη συγκεκριμένη μέρα είδα ένα φορτηγό να κατηφορίζει τον δρόμο. Ήταν γεμάτο με γυναικόπαιδα και ένας νεαρός τον οποίο ήξερα με το παρατσούκλι του Μπέτσε. Ήταν γύρω στα 17-19 του. Κρεμασμένος στο φορτηγό και κλαίγοντας φώναζε, χωρίς βέβαια να τον ακούει κανείς. «Κλάψτε μας, κλάψτε μας, δεν θα μας ξαναδείτε». Αλλά και όλοι οι άλλοι έκλαιγαν και μοιρολογούσαν από πίσω. Πράγματι, δεν τον (τους) ξαναείδαμε γιατί ο Μπέτσες είχε επιστρατευτεί από τους «αντίθετους» και μετά λίγο καιρό σκοτώθηκε από αυτούς που τον έβαλαν στο φορτηγό.

Τα μάτια μου είχαν υγράνει και αφού είπαμε και πολλά άλλα, τον ρώτησα αν θυμάται το οκτατάξιο δημοτικό σχολείο στον απέναντι τόπο του ξενοδοχείου. «Ναι, θυμάμαι» ήταν η απάντηση. «Θυμάμαι και την δασκάλα. Ήταν η Ελεούσα». Να που και εδώ συμφωνήσαμε γιατί πριν από 68 χρόνια πηγαίναμε στο ίδιο δημοτικό σχολείο, είχαμε την ίδια δασκάλα, στην ίδια τάξη και ότι συναντιόμαστε μετά από 68 χρόνια. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις για να έρθουμε σε επικοινωνία και δεν πιστεύω να περάσουν άλλα 68 χρόνια για να ξανασυναντηθούμε. Ο Λεωνίδας σπούδασε μαθηματικά και υπήρξε καθηγητής μαθηματικών πανεπιστημίου.

Ο Δημήτρης είναι ένας άλλος συνομήλικος και συμμαθητής μας, ο οποίος είχε γνωριστεί νωρίτερα με τον Λεωνίδα, μας είπε ότι στο φορτηγό αυτό βρέθηκε και ο ίδιος με την οικογένειά του. Τυχερός πολύ. Σύντομα επέστρεψε στην Ελλάδα ενώ η υπόλοιπη οικογένειά του δεν επέστρεψε ποτέ.

Με την προστασία της βασίλισσας και τη βοήθεια των τεχνικών σχολών που είχε ιδρύσει, του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει ηλεκτρολόγος. Και οι τρεις μας είμαστε της ίδιας ηλικίας.

Η διαμονή μας στο χωριό ήταν ευχάριστη και οι καλοί μας συγγενείς φίλοι και τα κορίτσια που μόχθησα να τα γνωρίσω μέσω του Facebook, μας έκαναν να χαρούμε αφάνταστα. Ήταν οι τακτικοί μας επισκέπτες που μέχρι και αργά το βράδυ περνούσαμε τις μέρες μας και τις βραδιές με το να διηγούμαστε για τα περασμένα χρόνια, τις ευχάριστες και δυσάρεστες ιστορίες. Κάναμε υπολογισμούς γι’αυτούς που δεν βρίσκονταν μαζί μας από την τελευταία φορά που είχαμε επισκεφτεί το χωριό.

Όλα έχουν ένα τέλος και έτσι ήρθε και η μέρα της αναχώρησης. Στο ξενοδοχείο το τελευταίο βράδυ για μία στιγμή βρεθήκαμε όλοι μας σιωπηλοί και, με κόκκινα μάτια, μετά από πολύωρη κουβέντα έπρεπε να δώσουμε τα χέρια και να μας πουν «καλώς σας ταξίδι» αλλά κανείς από όσους βρίσκονταν μαζί μας δεν έκανε το βήμα ή την αρχή να κουνηθεί γιατί τα μάτια όλων μας ήταν δακρυσμένα. Αργότερα μείναμε μόνοι μας γιατί έπρεπε να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες. Το πρωί η δική μας μέρα θα είναι δυσκολότερη. Το πρωί πριν έρθει το ταξί, είχαν πάλι έρθει όλοι, με λυπημένα πρόσωπα. Πλησίασαν το ταξί με υγρά μάτια ενώ του Χρήστου τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Μπήκαμε στο ταξί και στα εκατό μέτρα ο κατήφορος και η στροφή μας απομόνωσε από την οπτική επαφή. Ποιος ξέρει αν θα ξανασυναντηθούμε και πού;

Θα μείνουν στη μνήμη μας το θερμό καλωσόρισμα, το δάκρυ που κύλησε στα μάγουλα του Χρήστου την στιγμή που αγκαλιαστήκαμε και είπαμε «καλή αντάμωση».

Όταν μετά από λίγες μέρες, επιστρέφοντας στη Μελβούρνη, ο μόλις τεσσάρων χρόνων εγγονός μας φόρεσε το μπλου μπλουζάκι δώρο που έγραφε Αθηνά, εξηγώντας του η θεία του ότι σημαίνει την καταγωγή του παππού και της γιαγιάς, με την γροθιά του χτύπησε το στήθος του λέγοντας. «That’s from where I came from too». Αυτό ήταν για εμάς και η μεγάλη πληρωμή του ταξιδιού μας.