ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Η Μπαλάντα του Βαρουφάκη!

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Τον Βαρουφάκη σαν είδαν στις όμορφες Βρυξέλλες

να μπαίνει μες την αίθουσα με ΄κειο το βλέμμα τ΄ απλανές,

με κόκκινες μπλούζες παρδαλές και φούξια κορδέλες,

εσταυροκοπήθηκαν και χίλιες μυστικές κάναν ευχές!

Του Καζαμία η ορμήνια στο Μαξίμου έφτασε μπονόρα.

Μα δεν την εκατάλαβαν.  ΄Έτσι των άλλων οι ιδέες οι στρεβλές,

κατ ίσχυσαν μέσα στο μέγα χάος, κι αφήσανε τη χώρα

δίχως κεφαλή, να σέρνεται σε ξένες κι άπονες αυλές.

Μες την αντάρα σαν τους είπε πως ο ίδιος  υπουργεύει

σε χώρα από καιρό βασανισμένη, φτωχική,

Θύμωσαν πολύ και ξάφνου το μάτι αγριεύει

Και ξέσπασαν με δυνατή κραυγή:

Όχι,  χώρα φτωχευμένη δεν είναι η Ελλάδα,

η χιλιοπαινεμένη, η ένδοξη ηρωϊκή Ελλάς!

Πάντα η Αθήνα λουζόταν στη λιακάδα!

Πάντα χρυσάφι και ασήμι όπου και να πας,

όποια πέτρα να σηκώσεις κάτωθε της θα βρεις σοφία.

Θα συναντήσεις μορφές ηρώων και ημίθεων παληκαριά.

Τέτοια χώρα,  όχι, ‘λέγαν όλοι,  μα τω Δία,

δεν πτωχεύει, κι ούτε ρίχνει κάτω ασπίδες και σπαθιά!

Μα το κόλπο ήταν να το παίξουμε ολίγον “κλώσα”

Να μας λυπηθούν να δώσουν χρήμα και αναμονή!

Όμως είχανε μάθει τα χαΐρια μας τα τόσα

Και στου τρίτου μνημονίου μας στριμώξαν την πληγή…

Εκεί πάνω συντριβήκαν όλες  οι αριστερές παράτες

Κι υποσχέσεις και δεσμεύσεις κι άλλα πιότερο πολλά,

Και γείρανε δεξιά, οι σοσιαλιστικές μας πλάτες

που ετάζαν ασυστόλως όλου του κόσμου τα καλά!

Ήλθαν, όμως, άλλοι χρόνοι, υπουργοί, καιροί άλλοι

Όπου έπρεπε τα θέλω πίσω να ρίξουν και μπροστά

του μνημονίου μόνο να υπάρχουνε τα πρέπει. Τότε Γάλλοι,

Γερμανοί, να βοηθήσουν είπαν στα σωστά.

Πάλι, όμως μου πες σού πα, μια μπροστά και δύο πίσω

μέχρι κύμινο να πεις το ρίξανε στον αμανέ

Τους μπερδέψαν, μπερδευτήκαν ήταν όχι, ήταν ίσο

Νύχτα ήταν, μέρα ήταν όταν έλεγαν το ναι!

Και μετά φέρανε το χρέος λίγο για να καρδαμώσουν

γιατί από το έξω – μέσα, αυγά  ‘χάσαν και πασχάλια

Και την ψήφο τους στις ρούγες τρέχουνε ν΄ ανταμώσουν

Μα ψήφους για να βρούνε πια ούτε με κιάλια!

Τώρα ο Βαρουφάκης παρελθόν πολιτικό εγένη

Μ’ άλλοι το κενό να συμπληρώνουν επαξίως!

Θεσμούς φέραμε  και το ΔΝΤ, αντί να φύγει εδώ μένει

Και σαν πρώτα όλα, πολύ χειρότερα γενήκανε αισίως!

Εκαλόμαθε ο Αλέξης στην αυταπάτη π΄ αγαπά,

έσωσε τη χώρα από των γερακιών τα νύχια, μα για χρόνια

ενενήντα εννιά, μας παρέδωσε στον ξένο αραμπά!

Κι από λιακάδες σε αστραπόβροντα πολλά και χιόνια!

Κι είπε να σώσει και το κόμμα, π΄ έχει πάθει κώμα!

Και τον Παππά απ΄ το μανίκι, στρέφει προς τα ΜΜΕ

Άλλους διώχνει άλλους παίρνει σ΄ ένα σώμα

Και τη νέα τους  τουβούλα, όπως βολεύεστε , καλέ!

Κόμπο βλέπω εις στο χτένι γρήγορα  να πλησιάζει

Κι αν τον σπρώξουν να περάσει με τη βιά,

Κάτι απ΄τα δύο θα σπάσει και θα μείνει το μαράζι

που και πως μας καταντήσαν, τα αριστερά παιδιά!

Και ξανοίγω στη “Νου δούλα” χάχανα πολλά και γέλια

μα εγώ λέω και φοβάμαι θα την πάθουμε εδωδά,

αν δεν δώσουμε τα χέρια κι ένα όρκο στα Βαγγέλια,

διχόνοια, μίσητα και πάθη να μην έχουμε ξανά.