Σατιρίζοντας: Και έγινε καλοκαίρι και ξέσπασαν φωτιές…

Γράφει ο   …Γραφικός*

Κι έγινε καλοκαίρι και ξέσπασαν φωτιές-πυρκαγιές στην Αττική! Ήρθε και ο καύσωνας και όπου φύγει-φύγει. Όχι που δεν έχει φωτιές στην επαρχία, αλλά όσο να το κάνεις πρέπει να είσαι γκαντέμης για πέσεις πάνω τους!..

Και φθάνεις στο νησί και κει που νομίζεις θα πιάσουν τα μελτέμια και θα δροσίσει, λίβας καυτός και καύσωνες παρατεταμένοι!.. Και τρέμει και το φυλλοκάρδι σου μπας και ξεσπάσει και καμιά πυρκαγιά, τυχαία ή βαλτή και γίνουν οι διακοπές σου ….παρανάλωμα!

Πέφτεις να κοιμηθείς με αγωνία, ξυπνάς με  τους καπνούς από τις παρακείμενες φωτιές να σε πνίγουν! Νομίζεις, φωτιά πιάσαμε, σπεύδεις στα τηλέφωνα, παίρνεις Πυροσβεστική, παίρνεις αστυνομία, «παιδιά, καπνούς πυκνούς βλέπουμε, πιάσαμε φωτιά;» ρωτάς με τους παλμούς σου να χτυπάνε κατοστάρι.

-Μην ανησυχείτε κύριε, οι καπνοί έρχονται από μακριά, σου λένε και συ θέλεις να χαρείς που τη γλίτωσες, αλλά οι τύψεις δεν σ΄ αφήνουν! Πώς να χαρείς όταν κάποιοι άλλοι καίγονται;

Ας είναι, λες, και κατεβαίνεις στην παραλία περιμένοντας το λεωφορείο να σε πάει ψηλά στο Μοναστήρι να προσκυνήσεις, τόσα χρόνια λείπεις από το νησί.. Θυμάσαι από παλιά που πήγαινες κι ερχόσουν με το λεωφορείο Πόρος- Μοναστήρι! Μια ζωή, μια ιστορία… Και αναμνήσεις…

Η ώρα περνάει και λεωφορείο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Σπεύδεις στο πλησιέστερο μαγαζί και ρωτάς: Τι ώρα έχει λεωφορείο; Σε κοιτάζει ο μικρός με ύφος τουλάχιστον σαν να βλέπει εξωγήινό: Λεωφορείο; Εδώ; Δεν υπάρχει!..

Σκέφτεσαι, μικρός είναι δεν ξέρει τι λέει. Τόσα χρόνια εγώ με το λεωφορείο ανεβοκατέβαινα Μοναστήρι- Ασκέλι- Πόρος. Ε, Έμεινα κάμποσα χρόνια στην ξενιτιά, σύμφωνοι, αλλά το θυμάμαι σαν να είναι τώρα.  Είχαμε γίνει και φίλοι με τον οδηγό,  τον κυρ- Βασίλη. Πλησιάζω ένα ντόπιο που περνούσε απέναντι. Τον ρωτώ, λεωφορείο τι ώρα έχει; Με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Καλά, μου λέει, δεν ξέρεις ότι ο δήμαρχος το σταμάτησε;

Ορίστε; Είναι δυνατόν; Στην Αμερική οι δήμαρχοι χρηματοδοτούν τα λεωφορεία στις δυσπρόσιτές περιοχές και εδώ τα κλείνουν; του λέω με πραγματική απορία.  Πόσα χρόνια λείπεις πατριώτη, με ρωτάει. Περίπου δέκα, του απαντάω. Α, γι αυτό δεν ξέρεις, λέει και κάνει να φύγει.

Και πώς πάω ψηλά στο Μοναστήρι; τον ρωτάω καθώς απομακρυνότανε. Σταματάει, γυρίζει, βάζει τα χέρια στο κεφάλι για αντήλιο και λέει: Φίλε μου έχεις τρεις τρόπους: Ο ένας είναι να το κόψεις με τα πόδια, αν και στην ηλικία σου το κόβω λίγο δύσκολο να φτάσεις ως εκεί. Ο άλλος τρόπος είναι να φωνάξεις ταξί, εάν έχεις περισσευούμενα Ευρώ. Και ο τρίτος να περιμένεις κάνα δίωρο να περάσει η βάρκα που ταξιδεύει Πόρος-Ασκέλι-Μοναστήρι!

Σταυροκοπήθηκα. Κι αν …σε πιάνει η θάλασσα; Ρώτησα επί ματαίω γιατί ο φίλος είχε στο μεταξύ απομακρυνθεί.

Εγώ σατιρικό ξεκίνησα να γράψω σε λυπητερό ανάγνωσμα μου γύρισε. Λυπήθηκα για το φίλο μου που έχασε τη δουλειά του. Λυπήθηκα που θα αραίωνα κατά πολύ την κατεβασιά στο κέντρο του νησιού, 2 χιλιόμετρα δρόμος από το σπίτι ή 6 ευρώ ταξί. Λυπήθηκα και για τα πόδια μου που θε να παίρναν την ανηφοριά μέχρι το Μοναστήρι, και, έπειτα, στην επιστροφή, τον κατήφορο μέχρι το κέντρο του νησιού 4-5 χιλιόμετρα δρόμος..  Γιατί τσιγγούνης δεν είμαι, αλλά και τα καπρίτσια του δημάρχου δεν τα υποστηρίζω…

Για την επιμέλεια κειμένου Χ.Μ.

*γραφικός που σχετίζεται με τη γραφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γραφικός (του γραψίματος) και γαλλική graphiqueπου είναι χαριτωμένος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γραφικός (περιγραφικός, ζωηρός) και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική pittoresco ή τη γαλλική pitoresque./el.wiktionary.org