ΣΑΤΙΡΙΖΟΝΤΑΣ: Μιά μεγάλη οικογένεια…

Γράφει ο Χρήστος Μαλασπίνας

Γίναμε μια μεγάλη οικογένεια! Χωρίς μυστικά, δίχως  ιδιωτικές στιγμές. Η κινητή τηλεφωνία μας ένωσε. Μας έκανε ένα. Γνωστούς και αγνώστους. Μας εξοικείωσε με τις λέξεις. Ακόμα και τις «ακατάλληλες». Μας κατέστησε κοινωνούς και των πλέον μύχιων σκέψεων ενός ατόμου.  Στην Ελλάδα η κινητή τηλεφωνία εισέβαλε με την ορμή του χειμάρου. Και μας παρέσυρε…

«Έλα, φιλάκια πολλά»… Αθώα έκφραση που συνοδεύει συνήθως το  τέλος μιάς τηλεφωνικής συνδιαλέξεως. Δεν σε νοιάζει σε ποιόν ή σε ποιά τα έδωσε. Όπως δεν σε κόφτει και  πολύ να μάθεις γιατί η μαμά τηλεφωνάει  πρωϊ-πρωϊ στην κόρη, που βρίσκεται στον ηλεκτρικό, και θέλει και καλά να μάθει ποιόν …στηθόδεσμο φόρεσε η νεαρά!

-Μα, μαμά, θες να σου πω από εδώ που είμαι ποιό σουτιέν φόρεσα; Ξέσπασε η νεαρή η οποία, μάλιστα, ουδόλως φάνηκε να ενοχλείται από καμιά εικοσαριά ζευγάρια μάτια που στράφηκαν με μιάς προς το μέρος της στο άκουσμα της «ατάκας».

Στην Ελλάδα μέσα στο τρένο δύο πράγματα μπορούν να σου συμβούν. Να πέσεις πάνω σε ζητιάνο. ΄Η να πέσεις πάνω σε μανιώδη τηλεφωνήτρια! Και τα δύο είναι το ίδιο θρασύτατα.

_» Μόλις χθες αποφυλακίστηκα καθαρός από τα ναρκωτικά. Δεν έχω σπίτι, είμαι άστεγος καλοί μου κύριοι και καλές μου κυρίες. Δεν ζητιανεύω, μιά μικρή βοήθεια σας ζητάω να  πάρω ψωμί να φάω…»

Γνωστό το παραμύθι. Ήθελα να ήξερα αυτόν που τους γράφει τις ατάκες, Αν και έχουν την ίδια ρίζα εντούτοις διαφέρουν εντυπωσιακά ανάλογα με τις ανάγκες που θέλει να τονίσει ο κάθε ένας. ‘Αλλος ποντάρει στο αίσθημα της ευσπλαχνίας. «καλή μου μανούλα, καλή μου κυρία…»/

Άλλος ποντάρει στο νταϊλίκι: ¨Δώστε καλέ ένα εικοσαράκι. Τι στο  καλό, δεν σας περισσεύει ένα εικοσαράκι;»

‘Αλλος στην συμπόνοια: «Έχω δυό ανήλικα παιδιά…
‘Αλλα τόσα έχω και ‘γω, ο Θεός να τά ‘χει καλά, αλλά στη ζητιανιά δεν βγήκα!  Πώς εκείνοι βγαίνουν και δεν τους μέλει; Όπως δεν μέλει και την κοπέλα δίπλα μου στο κάθισμα του τρένου: «Άκου μωρή ο μ… τι μου είπε χθες. Να πάω,  λέει με δυό φίλους του, ακούς;  Τον έστειλα στο διάολο…».

Και εκείνου μεν καλά του έκανε.  Κοπέλα 25 και κάτι Μαϊων… Στο τρένο, όμως, γιατί  να εκτεθεί; Δεν μπορούσε να περιμένει να πάει κάποια ώρα σπίτι της, να κλειστεί στο δωμάτιό της και να τα πει στη φίλη της;

Ή δεν μπορούσε η ευλογημένη γυναίκα πριν φύγει από το σπίτι της να κανονίσει τι φαγητό θα τρώγανε τα βλαστάρια της το μεσημέρι; Έπρεπε να υποστούμε ολόκληρη τη Βέφα μέχρι να αποφασίσει και να πει στην μανούλα της  τι να μαγειρέψει;

Αν δεν μαζέψουν τους ζητιάνους από τα τρένα και αν δεν καταλάβουμε ότι το τηλέφωνο είναι ένα ιδιωτικό μέσο επικοινωνίας και όχι δημόσιο θέαμα, τότε φοβάμαι ότι σύντομα  η μεγάλη οικογένεια θα βαρέσει διάλυση. Με τόσα που ακούει, θα βγει από τα ρούχα της και θα αυτοκτονήσει…

«Άντε  να γ… ρε μ… πρωϊ-πρωϊ»… Αυτό την πείραξε. Το πρωί-πρωϊ!