Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις ελληνικές παροικίες. Μέρος Ι.

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού,  θα έπρεπε κανονικά να αποτελεί τον έναν από τους δύο θεμελιώδεις πυλώνες του ενδιαφέροντος του ελληνικού κράτους για τον Απόδημο Ελληνισμό, κάτι που και το Σύνταγμα προβλέπει.

Στον άλλο πυλώνα, δώστε ό,ποια ονομασία θέλετε.

Τι πράττει, όμως, η ελληνική πολιτεία στο κρίσιμο αυτό ζήτημα;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

‘Οταν άλλοι λαοί δεν διαθέτουν, αλλά εφευρίσκουν γλωσσικά ιδώματα τα οποία προσπαθούν με λαθροχειρίες να παρουσιάσουν ως “γλώσσα”, όπως αναίσχυντα κάνουν οι Σκοπιανοί. Εμείς, με μία γλώσσα που -όπως πρόσφατα από την Αυστραλία διακήρυξε ο Πανεπιστημιακός δάσκαλος Γιώργος Μπαμπινιώτης- “έχει συνέχεια 40 αιώνων. Με μία γλώσσα που είναι το ελληνικό αλφάβητο, ενός οικονομικού συστήματος γραφής που σημάδευσε την εξέλιξη και τη γέννηση όλων των γλωσσών του λεγόμενου Δυτικού πολιτισμού. Με την τεράστια παρουσία της ελληνικής σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες με τη μορφή των Ελληνικών λεξικών μεταφορών. Και, τέλος, με μία γλώσσα που είναι η περισσότερο σημαντική από την άποψη του πολιτιστικού γοήτρου γλώσσα, αφού ο ελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού”, εμείς τη γλώσσα αυτή δεν μπορούμε να την μάθουμε ούτε στα παιδιά των ομογενών μας;

Και γιατί να μάθουν τα παιδιά της ομογένειας  ελληνικά;

Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έδωσε πάλι ο καθηγητής Γλωσσολογίας, Γιώργος Μπαμπινιώτης, όταν στο πρόσφατο πέρασμά του από τη Μελβούρνη υπογράμμισε και τα ακόλουθα:

«Είναι επικίνδυνο να πιστεύουμε ότι η γλώσσα είναι απλά ένα εργαλείο επικοινωνίας, ωστόσο είναι ανάγκη να τονίσω ότι, πάνω από όλα, η γλώσσα είναι αξία, και είναι αξία γιατί σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι Έλληνες σκεπτόμαστε, έχει σχέση με τη νοημοσύνη μας διότι μέσα από τις λέξεις βασικά βιώνουμε τις έννοιες, έχει σχέση η γλώσσα με την παράδοσή μας, και τον πολιτισμό μας, πάνω από όλα, όμως, συνδέεται με την ταυτότητά μας. Επομένως, η ελληνική γλώσσα είναι μία δέσμη από ποιότητες, μία ομάδα από εσωτερικές οντότητες πέρα και πάνω από ένα απλό επικοινωνιακό εργαλείο.
»Ο κάθε μετανάστης έχει διπλή ταυτότητα: την ταυτότητα της χώρας στην οποία ζει και την ταυτότητα της χώρας από την οποία προέρχεται. Και είναι η δεύτερη αυτή ταυτότητα που σε κάνει να νιώθεις Ελληνοαυστραλός, ή Ελληνοαμερικανός ή ότι άλλο. Θα ήθελα να τονίσω, ωστόσο, ότι η διπλή αυτή ταυτότητα είναι προϊόν σύνθεσης και όχι σύγχυσης. Η αυστραλιανή, η αμερικανική κλπ. ταυτότητα είναι επίσημη και τυπική ταυτότητα και αφορά τα πολιτικά δικαιώματα. Η Ελληνική ταυτότητα είναι διαχρονική και ιστορική ταυτότητα, είναι ανεπίσημη, περισσότερο συναισθηματική και έχει να κάνει περισσότερα με τα ψυχολογικά δικαιώματα και όχι με τα πολιτικά.
»Η διπλή αυτή ταυτότητα είναι προνόμιο διότι σου επιτρέπει να δεις δύο υποδομές του κόσμου, της ζωής και των ανθρώπων. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει περισσότερες υποχρεώσεις, αφού πρέπει να μάθεις δεύτερη γλώσσα, αφού η γλώσσα είναι ο μόνος ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος να εκφράσεις μια δεύτερη ταυτότητα. Κάθε μετανάστης έχει δύο γλώσσες, τη μητρική και τη δεύτερη. Η μητρική έχει σχέση με τη γλώσσα όπου ο μετανάστης ζει. Είναι η γλώσσα που έχει σχέση με τη ζωή του, το επάγγελμά του, τη καριέρα του και το περιβάλλον του. Η μητρική γλώσσα του Ελληνο-αυστραλού είναι η Αγγλική. Η δεύτερη γλώσσα του είναι η γλώσσα της προέλευσής του, η γλώσσα που τον συνδέει με τους γονείς τους, τους συγγενείς του, η γλώσσα της παροικίας του, των συμπατριωτών του, η γλώσσα της πίστης του. Είναι μία προσωπική γλώσσα, με υψηλά φορτισμένο συναισθηματικό χαρακτήρα. Για τους Έλληνες της Αυστραλίας η Ελληνική είναι η δεύτερή τους γλώσσα που σχετίζεται με την ταυτότητά τους. Η ξένη γλώσσα είναι η γλώσσα του εμπορίου και της επικοινωνίας με πολίτες ξένων χωρών. Αυτή η γλώσσα επιλέγεται από τον μετανάστη για επικοινωνία και δεν έχει σχέση με την ταυτότητα, μπορεί να είναι η Κινεζική, η Ρωσική, η Ιταλική, η Γαλλική, η Γερμανική.
»Η μητρική γλώσσα αποκτάται από τους ιθαγενείς χρήστες, Η ξένη γλώσσα είναι αποτέλεσμα γνώσης, επομένως την ξένη γλώσσα την εκμαθαίνουμε, την μητρική γλώσσα την αποκτούμε….
»Προκειμένου να κατακτήσεις μια «δεύτερη ταυτότητα» δεν είναι ζήτημα να είσαι περισσότερο ή λιγότερο πληροφορημένος με τη χώρα της προέλευσής σου, στην προκειμένη περίπτωση με την Ελλάδα. Βεβαίως και είναι σημαντικό να γνωρίζεις για το χωριό ή την πόλη ή το νησί από το οποίο κατάγεσαι. Βεβαίως και είναι καλό να γνωρίζεις χορό, πώς να τραγουδάς τα ελληνικά τραγούδια, πώς να μαγειρεύεις ελληνικά. Βεβαίως και είναι σπουδαιότατο να συμμετέχεις σε εκφάνσεις της Χριστιανικής Ορθόδοξης λατρείας, αν παίρνεις μέρος σε ελληνικούς πολιτιστικούς αγώνες, σε εθνικές εορτές. Αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ο συντομότερος, ο αμεσότερος, ο πλέον αποτελεσματικός και πλέον ουσιώδης τρόπος που θα σε οδηγήσει στην ελληνική ταυτότητα είναι η γνώση της Ελληνικής. Επαναλαμβάνω, η γλώσσα δεν είναι απλά ένα εργαλείο, είναι αξία. Είναι η γλώσσα που σε συνδέει με τον πολιτισμό σου, με την ιστορία σου, με τη νοημοσύνη, με τα ιδεώδη, με τη χώρα καταγωγής σου…
»Γιατί, όμως, να μαθαίνουν οι ομογενείς Ελληνικά; Ένας λόγος είναι να επικοινωνούν με τους συμπατριώτες τους, με τα μέλη της κοινότητάς τους, με την οικογένειά τους, να τραγουδούν ελληνικά τραγούδια, να επικοινωνούν με τους Ελλαδικούς στην Ελλάδα, να κατανοούν τον διάλογο σε μια ελληνική ταινία, πάνω από όλα όμως για να βιώνουν τη δεύτερη ταυτότητά τους…”

Αύριο το Μέρος ΙΙ.