Αυστηρότερη η έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Τουρκία

Νέα Υόρκη.- Του Αποστόλη Ζουπανιώτη

neoskosmos.com

Σοβαρές παραβιάσεις στην κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, διαπιστώνει η φετινή έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και αφορά το 2015. Η έκθεση είναι από τις μακροσκελέστερες (74 σελίδες), παραθέτοντας πολλά περιστατικά παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου, διώξεων κατά μελών του κινήματος Γκιουλέν και κουρδικών οργανώσεων.

Χαρακτηρίζει τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου «γενικά ελεύθερες και δίκαιες» και τις επαναληπτικές του Νοεμβρίου «γενικά ελεύθερες». Σημειώνει ωστόσο τη διαπίστωση των παρατηρητών ότι «ένα “προκλητικό περιβάλλον ασφάλειας” και επιθέσεις σε κομματικά στελέχη και στελέχη προεκλογικών εκστρατειών, σε ορισμένες περιπτώσεις, «παρεμπόδισαν τη δυνατότητα ελεύθερου προεκλογικού αγώνα». Οι παρατηρητές επίσης εξέφρασαν ανησυχία ότι «οι περιορισμοί των μέσων ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, μείωσαν την πρόσβαση των ψηφοφόρων σε πλουραλισμό απόψεων και πληροφοριών».

Σημειώνεται ότι στο δεύτερο εξάμηνο του έτους η τρομοκρατική οργάνωση των Κούρδων ΡΚΚ επανέλαβε τις συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, έπειτα από 2ετή εκεχειρία, στην οποία τα εμπλεκόμενα μέρη συμμετείχαν σε ειρηνευτική διαδικασία.

« Οι Τουρκικές αρχές απέδωσαν την κατάρρευση σε σειρά βίαιων χτυπημάτων του ΡΚΚ εναντίον δυνάμεων ασφαλείας, που ξεκίνησε από το φόνο δύο αστυνομικών από μαχητές του ΡΚΚ στην πόλη Sanliurfa. Ενώ το ΡΚΚ επέρριψε ευθύνη στο τουρκικό κράτος για βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας που σκότωσε 33 σοσιαλιστές ακτιβιστές στη μεθοριακή πόλη Suruc».

Στην έκθεση περιγράφονται διάφορες επιθέσεις του ΡΚΚ κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων και την απάντηση των τουρκικών δυνάμεων με βομβαρδισμό κουρδικών περιοχών στην Τουρκία, αλλά και εντός του Ιράκ.

«Κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με μαχητές του ΡΚΚ σε αστικές περιοχές, η κυβέρνηση επέβαλε περιοδικά απαγόρευση της κυκλοφορίας, που ορισμένες φορές διήρκεσαν για εβδομάδες, για να διευκολύνει τις διαδικασίες ασφαλείας. Δεκάδες άμαχοι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν».

Στα σημαντικότερα προβλήματα της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παραθέτει, πρώτον, τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στην ελευθερία της έκφρασης, δεύτερον, την ατιμωρησία και την ασθενική απονομή της δικαιοσύνης και τρίτον, την ανεπαρκή προστασία των αμάχων.

Για το πρώτο γράφει ότι «πολλαπλές διατάξεις της νομοθεσίας δημιούργησαν ευκαιρία στην κυβέρνηση να περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης, του Τύπου και του διαδικτύου. Η κυβερνητική πίεση στα μέσα ενημέρωσης συνεχίστηκε. Από τις αρχές Νοεμβρίου, συνελήφθησαν περίπου 30 δημοσιογράφοι, οι περισσότεροι κατηγορούμενοι με βάση αντιτρομοκρατικών νόμων ή για την υποτιθέμενη σύνδεση με παράνομη οργάνωση».

Παραθέτει τις επεμβάσεις των αρχών ασφαλείας στις εγκαταστάσεις ΜΜΕ, τις κατασχέσεις εκδόσεων με υποτιθέμενο απαγορευμένο περιεχόμενο, ποινικές έρευνες σε βάρος δημοσιογράφων και διευθυντών για φερόμενες διασυνδέσεις με την τρομοκρατία ή για προσβολή του προέδρου και άλλων ανώτερων αξιωματούχων της κυβέρνησης. Αντίποινα εναντίον επιχειρηματικών συμφερόντων των ιδιοκτητών ορισμένων ομίλων μέσων ενημέρωσης, επιβολή προστίμων και μπλοκάρισμα του διαδικτύου.

«Τουλάχιστον ένας δημοσιογράφος χτυπήθηκε και τραυματίστηκε μετά από απειλές φιλοκυβερνητικού βουλευτή. Η αυτολογοκρισία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο μέσα στην επικρατούσα ατμόσφαιρα φόβου, ότι επικρίνοντας την κυβέρνηση θα μπορούσες να υποστείς αντίποινα. Πίεση σε μέσα ενημέρωσης κουρδικής γλώσσας και της αντιπολίτευσης στη Νοτιοανατολική Τουρκία, μείωσαν την πρόσβαση των ευάλωτων πληθυσμών σε ενημέρωση σχετικά με τη σύγκρουση με το PKK».

Αναφέρει ότι αριθμός μέσων ενημέρωσης συνδεδεμένων με τον Φετουλά Γκιουλέν απομακρύνθηκαν από ψηφιακές πλατφόρμες και παρόχους καλωδιακής τηλεόρασης, ενώ 5 ΜΜΕ τέθηκαν υπό τη διοίκηση διορισθέντος από την κυβέρνηση συμβουλίου. Την ίδια στιγμή σε αντιπροσώπους μέσων προσκείμενων στον Γκιουλέν και φιλελευθέρων ΜΜΕ, εμποδίστηκε η πρόσβαση σε επίσημες εκδηλώσεις και σε κάθε περιπτώσεις τους αρνήθηκαν τη διαπίστευση.

Σε σχέση με τα προβλήματα στη δικαιοσύνη, σημειώνει ότι παρέμειναν τα προβλήματα με την ασυνεπή εφαρμογή του νόμου και την υπερβολικά ευρεία εφαρμογή των αντιτρομοκρατικών νόμων.

«Τα ευρεία περιθώρια που χορηγούνται σε εισαγγελείς και δικαστές συνέβαλαν σε πολιτικές έρευνες και δικαστικές αποφάσεις που δεν ήταν σύμφωνες με το νόμο ή με αποφάσεις που λήφθηκαν σε παρόμοιες περιπτώσεις».

Σημειώνει ότι οι αρχές εφάρμοσαν εκτενώς τους ευρείς αντιτρομοκρατικούς νόμους με ελάχιστη διαφάνεια, για συλλήψεις μελών πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και ατόμων που κατηγορήθηκαν για διασύνδεση με το ΡΚΚ ή το κίνημα του Φετουλά Γκιουλέν.

«Οι αρχές συνέχισαν να προβαίνουν σε αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις κρατουμένων για μακρές και επ’ αόριστο περιόδους και να διεξάγουν εκτεταμένες δίκες. Η κυβέρνηση παρέπεμψε επίσης σε δίκη έξι δικαστές και των εισαγγελείς που εμπλέκονται στις έρευνες σε βάρος των καταγγελλομένων για διαφθορά υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων, μια κίνηση ερμηνεύεται ως προσπάθεια από την εκτελεστική εξουσία για να εκφοβίσει τα μέλη του δικαστικού σώματος».

Στο ζήτημα της ελλιπούς προστασίας των πολιτών, παραθέτει παραδείγματα περιστατικών σε περιοχές όπου σημειώνονται συγκρούσεις με το ΡΚΚ, με θύματα πολλούς αμάχους κατά τις επιχειρήσεις των Τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας.

Στην έκθεση υπάρχουν παραδείγματα προβλημάτων στα ανθρώπινα δικαιώματα σε πολλούς άλλους τομείς της τουρκικής κοινωνίας, κοινωνικές διακρίσεις, κακομεταχείριση κρατουμένων, υπερπληθυσμό στις φυλακές κλπ.

Ένα από τα παράδοξα, η καταγραφή ως προβλήματος «των αυξανόμενων περιορισμών στα ταξίδια των 2,2 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων», όταν είναι γνωστό πως εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς πέρασαν παρανόμως σε ελληνικά νησιά.

Τέλος, σημειώνει ότι άτομα εβραϊκής καταγωγής «συνεχίζουν να εγκαταλείπουν τη χώρα μόνιμα, εξ αιτίας του αντι-σημιτισμού. «Σύμφωνα με τον Αρχιραββίνο Κωνσταντινούπολης, ο αριθμός των εβραίων στη χώρα μειώθηκε φέτος στους 17.000, από 19.500 το 2005».